ΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ ΙΣΤΟΠΙΚΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ Άπα αφήγηση του Δώρου. ----------- ΙΣΠΟΡΙΚΟΝ ΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ Γραμμένο επι τη βάσει σημειώσεων, πού κρατήθηκαν σέ μια αφήγησι του Δώρου. 1 Κάτω από ένα φωταγωγημένο μέγαρο, σταματούσαν πολλά αμάξια, Τα πρόσωπα πού έβγαιναν απ’ αυτά και προχωρούσαν προς την επιβλητική ξώπορτα, αποτελούσαν την αφρόκρεμα της αθηναϊκής αριστοκρατίας. Αυτό άλλωστε φαινόταν και από την πολυτέλεια της περιβολής των. Ακούοντας την φωνή της οικοδέσποινας, η όποια καλωσόριζε πρόσχαρα άλλους προσκεκλημένους, ανέβαιναν βιαστικά τη μαρμάρινη σκάλα πού ήταν στολισμένη με ταπέτο και λατάνιες. 2 Μέσα στο ευρύχωρο και πλούσιο σαλόνι βρισκόταν, πάντα, φιλικά πρόσωπα, πού υποδέχονταν τα καινουργοφερμένα, με φιλοφρονήσεις η αθώα πειράγματα. Οι φίλοι του σπιτιού, μοιρασμένοι σέ μικρόπαρέες και ζεύγη σιγοκουβέντιαζαν, για να περάση η ώρα, ώσπου ν᾿ αρχίση ο χορός και ν᾿ ακολουθήσουν το φαγοπότι και το τραγούδι, πού θα τούς έκαμναν να περάσουν μια ευχάριστη βραδυά. 3 Σέ λίγο, μια καλοκαπαρτισμένη ὀρχήστρα άρχισε να παίζη ένα ἕλκυστικό βάλς. την αρχή την ἔπανα μερικά νεαρά ζευγάρια. Σιγά-σιγά ἀνακατεύθηκαν στούς διάφορους χορούς όλοι σχεδόν οἵ παριστάμενοιν. Σέ πάμποση ώρα οι ζωηρές φωνές και τα Σἔγνοιαστα γέλονα, πού ἁπουγόντουσαν κατά τα διαλείματα, και γενιμά οι εὔθυμες ἐκφράσειςο των προσώπωνᾳ φανέρωναν ότι το γλέντι είχε ἀνάφεν. 4 Ξαφνικά μπήκε μέσα στην αίθουσα, χωρίς καμμιά σύσταση, ένας γηραλέος με μέτριο ανάστημα. Κανείς δεν ήταν σχετικός τους, Για να του οι τίποτε. )Ὡπροσώρησε με σταθερό βήμα και κάθισε κάπου, με μια ἐξαιρετική ηρεμία. Έχε υπογένειο και μαλλιά μάλλον άσπρα. Σελίδα 1 ---------------------------- κ’ ἔναμνε εντύπωση η μεγαλοπρέπεια τοὺν ποὀ δεν ἔδειχνε καθόλου ὑπερηφάνξια, καθώς και το μυστηριῶδες ὕφος, πού ἔπανρνε πότε-πότει χωρίς προσποίηση. 5 Πολλόί κρυφοκύτταζαν τον ἄγνωστος, πού καθόταν στη θέσι του σιωπηλός και γαλήνιος., Και ο ένας ρωτοῦσε τον άλλον σιγανά, για να μάθη πονός είναι αὐτός ο περίεργος τύπος. ΣΛλλά κανένας δεν ἤξευρε τιποτε γι αὐτόν. Δύο περίεργες μαχιστα γυναῖκες σηκώθηκπαν και ηὗραν την οἱκοδέσποινα. Και κατόπιν ἐπληροφόρησαν τα σχετυκά των πρόσωπα, ότι παί η ίδια δεν ξέρεν πως λέγεται, ούτε τί κάνει. Εν τούτοις την προηγουμένη μέρα, πού τον ἄτυχε στο σπίτι μιᾶς φίλης της, κοντά σ’ ἐκείνην προσκάλεσε από εὐγένενα, πν αὐτόν. 6 Έτσι, για μεουκά λεπτά είχε παύσει ο θόρυβος της συγκεντῥώσεως. Ύστερα όμως από λίγο, άρχισε να σχηματίζεταν γύρω από το μυστηριώδη ἄνθρωπο ένας κύκλος πού σιγά-σιγά μεγάλωνε ναί ζωήρευε. Στίς διάφορες ἐρωτήσεις, πού του ἕπαμναν, ἀπαντοῦσε πρόθυμα», εὐγενιπά και μ) ἐξαιρετική ἑτουμότητα πνεύματος. Και τα λόγια του ήταν Πρεμα θετικά και πολύ ζουμερά. Μερικοί θέλησαν. για γοῦστο να το φξὲρουν σέ δύσκολη θέση. Ελλλ αὖτδς, ἁτάραχος πάνταν πατώρθωνε μά λίγα ἁπλᾶ λόγια να ἐπφράζη πράγματα! όχι συνειθνσμᾶναν και το σπουδαάνότερο να πείθη αμέσως ότι αυτά είναι τα σωστά. 7 Ο ένας μετά τον άλλον άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι είχαν να κάνουν μ’ ἐξανρετιπό φαινόμενο. Κ᾿ἔτσι δημιουργήθηκε γύβω του μια ἀτμόσφαινρα θαυμασμοῦ. Ὕ0λοι τον ἆκουφαν με θρησκευτική πατάννυξν κι’ ενώ διφοῦσαν ὅλοιυ να μάθουν τα καθέκαστά του, ἓν τούτοις κανξνας δεν ἔτόλμησε να τον ρωτήση σχετιμά. πΠέτοιο σεβασμόν ἐνέπνεε η προσωπικότηᾶ του. 8 Αντίθετα απ’ την πεθευματιπή και Φφυχική ἀπόλαυσν πού εύρισκαν οι περισσότεροι προσκεκλημένοι στη συντροφιά του ἀγνώστου σοφοῦ, η οἱκοδέσποιδα φοβόταν μήπως ἀποτύχη η ἑσπερίδα της κ’ ἐσχεδίαζε με - - - Σελίδα 2 ---------------------------- ἀπαγγελίες, τραγούδια, λανσιέδες και άλλα παιχνίδια να παρασύρη τη συγκξντρωσή της στη διασκέδαση. "Εν τΏῶμεταξύ προσμάλεσε τούς ἐπισκέπτας της στὸ μπουφέ, όπου όλοι ἔφαγαν και ἤπιαν, όσο καλύτερα μποροῦσαν να φανταστοῦν. 9 Μετά το φαχοπότι η κυρία του σπιτιοῦ εἶδε με μαγάλη της εὖχα στησι ότι ο παράξενος τύπος ἐδιάλεξε να καθίση στο πιό μικρό δωμάτιο και σαν να είχε διαβάσει στις σκέφεις της ἀπέφευγε στην αρχή ν᾿ ἀναπτύσση τίς ιδέες του στο νέο κύκλο πού σχηματίόθηκε γύρω του Μάλιστα επρότρεπε τούς νξους να διασκεδάσουν. 10 Όταν σέ λίγο αραίωσε το περιβάλλον, ένα κομφοντυμένος κύριος πού δξέν είχε ἀνακατευθεῖ προηγουμένως στη συξήτηση, είπε στον ἄγνστο μξἒ το υπογένειο. 11 - Σας παρηκολούθησα με προσοχή από μιᾶς ἀρχῆς, άλλα παρ᾽ όλη τήι αλ μου θέληση ὁμολογῶ ότι δεν πατάλαβα και πολλά πράγματα. Γιατί τα λόγια σας είναι ἁόριστα κιν ἀννιγματώδη. Εν τούτοις δεν μποοσᾷ να παραδεχτῶ, σαν μερικούς ἄλλους, ότι εἶσθε μυστηρνώδης ἄνθρωπος. 12 Σηυμάτησε για να ἰδηῃ τί εντύπωση ἔκαμε η προεισαχωγή του. O Υηραλξος κύριος δεν ἔδειξε την παραμικρή ταραχή. 13 - "Έτσι νομίζετες ἀρκέσθηκε να Ρρωτήση, ἀντί ν’ ἀπαντῄση και εὐθεῖ. 14 - Όπως θα Σεύρετε και σεῖς, ἐπρόσθεσε ο κομφός πύριος, ζοῦμε σέ μια θετική ἐποχή. Κι) ἑπομένως όταν λξη κανείς μάτι, και μάλιστα ὑπό τύπον μυστηρίου, πρέπει να είναι σὲ θέση να το ἀποδειπνύη. 15 – “Μπορείτε να μού πῆτε συγκεκριμένως, τί εννοείτε ;” 16 – “Πολύ εὐχαρίστως. Μερικοί από τούς ἁκροατάς σας, εδώ μέσα άκουσα να λένε ότι εἶσθε ἐξαιυρετικός και μυστηριώδης ἄνθρωπος. Κάποιος μάλιστα έφθασε στο σημείο να σας προσδίδη μπαΐ μαντική δύναμη. ᾿Εγώ όμως δεν θα συμφωνήσω μαζί τους, παρά μόνον όταν θα Εχβ ἁπτές ἆποδείξεις. Όχι λόγια.” 17 – “Θα θέλατε, ν᾿ ακούσετε κάτι το σοβαρθ για το άτομο σας ;” ρώτησε - - - Σελίδα 3 ---------------------------- τό συνομιλητή του ο άγνωστος, κυττάζοντας τον στα μάτια. 18 – “Ναΐ. Και μάλιστα ἀπεριφράστως, ἀπήντησε θαρρετά ο ἀριστοχράτυκός τύπος, ενώ οι παριστάμενοι παρακολουθοῦσαν με ζωηρό ἔνδιαφέρον αυτή τη συζήτηση. 19 – “Τότε . . . . . . . . . . “ 20 Ένας δισταγμός τον έκαμε να ποντοσταθῆ. Ύστερα όμως από λίγο, πῆρε ένα σοβαρό ὕφος και το βλέμμα του παρφώθηκπε πάνω στο συνομιλητή σου μὲ μια αλλόκοτη ἔκρραση. “Ἡ στάση του αυτή ἔδειχνε ότι είχε να προαναγγείλη μάτι το δυσάρεστο. 21 – “Αφού λοιπόν ἐπιμένετε να ἔχετα μια ἁπτή ἀπόδειξη για τα λεγόμενά μου”, είπε βλέποντας το ρολόι του, “σημειῶστε ότι δεν θα περάσουι 48 ώρες μαΐί θα βρίσκεστε στην φυλακή.” 22 Τα μυστηριώδη αυτά λόγια ἔκαμαν μεγάλη αἴσθηση σ΄Ολους τούς παρισταμένους. Και πολλοί είδαν αὐθόρμητα τῆν ὥρα. 23 – “Είναι δέκα και είκοσι”, ἀνούστηκε να λέξη με σβυσμένη φωνή η πυρία του αριστοκράτη. 24 – “Μην ἀνησυχῆς, ἀγαπητή μου”, άδικα, της είπε ἐκεῖνος πλησιάζονται την. Αν ἔλεγε τίποτε ἄλλο, ἠμποροῦσε να δώση κανείς Ἠηάποια σημασία. Αλλ᾽ αύτη η π:οφητεία θα κάμη πολλούς να γελάσουν. 25 Όλοι χαμογέλασαν. Κάποιος νέος μόνο ἐξακολουθοῦσε να βλέπη το μυστηριῶδη ἄνθρωπο σαν μαγνητισμένος. ο ἄγνωστος στράφημε πρός αὐτόν. 26 - Σεῖς δέ, νξέε μου, θἀρθῆτε να με συναντήσετε μέσα σέ 24 ῥρες. Ὁ νέος αἰσθάνθηκε ἔναρρῖγος συγκινήσεως. 27 - Ακριβᾶς αυτή τη στιγμή, είπε ὅλος χαρά, σκεπτόμουνα πως να σας συναντήσω. Ποῦ θέλετε να βρξθοῦμε ; 28 - Δεν είναι ἀνάγπη να σας ὁρίσω μέρος και ὥρα. Μιά περίεργη σύμπτωσις, θα σας φέρη κοντά μου. 29 Ολοι ὑπεδέχθησαν το νξο αυτό προάᾶπγελμα με μάποιο Ἠλονισμό. Γιατί καθένας καταλάβαινε ότι είχε σκοπό να ἐπιβεβαιώση το προηγούμενο, - - - Σελίδα 4 ---------------------------- δίνοντας έτσι μια ἔμμεση ἀπάντησι στην πικρόχολη εἰρωνία του ἑνδιαφερομένου κυρίου. 30 ᾿Ἐχείνη την στιγμή ἔπρόβαλε χαμμογελαστή στην πόρτα η οἰκοδέσποινα παΐζ προσμμάλεσε εὐγενιυμά τούς συγκεντρωμένους γόρω από τον ἄγνωστο ν᾿ ἁκούσουν την ἀπαγγελία μτᾶς δεσποινίδος. Κατόπιν ἦρθε η σειρά των λανσιέδων. "Όσοι δξὲν ἔλαβαν μέρος στο χαριτωμένο αυτό χορό, μὲ το γουστόζικο τέλος, τον παρακολουθοῦσαν μ᾿) εὐχαρίστησιν. 31 Ἡ διασκέδαση, πού είχε ξαναβρῃ την πρώτη της εὐθυμία, ἔξακολούθησε ζωηρή κι’ εὐχάριστη ως τίς πρῦτες πρωϊνές ὧρες. “Οπότε ἄρχισαν να ραριοὔνται λίχοι-λίγοι θἵ προσκεμλημένοι με τίς μαλύτερες ἐντυπώσεις. - - - - - - - - - - - 32 Ὁ κ. Κωναταντῖνος Ματαξινός ήταν ένας πολύ γνωστός και εὐππόληπτος ἔμπο-ος της ὁδοῦ 'Ἑ,μοῦ. Μαζί μὲ τη γυναίκα του πι ένα ἔπιστήθιο φίλο του τραβοῦσαν με το ἁμάξι του για το μέγαρό του. Περνῶντας από την ὁδό Πανεπιστημίου ἔμεινα για λίγο σιωπηλοί καίοι τρετῖς. 33 Τί σπέπτεσθες ρώτησε η πυρία. “Ώρισμένως τα λόγια του γέρου Εξ?? Καῦμένη γυναῖκα. 'Άκόμα θυμᾶσαν τίς δῆθεν προφητεῖεο του ; 34 Δέν κατάκαβες ότι τίς ξεφούρνισε για να μᾶς κάνη εντύπωση ; 35 - Τί νᾶ σας πδ. εγώ φοβοῦμαι μήπως συμβῆ τίποτε το ἀπρόοτπον και ἁπαληθεύση ὅ,τι ..... 36 - Μά, στὸ θεό σου, τη διἔκοφε ο συζυγός της, ξεύρεις να ἔχρβ εγώ λογαριασμούς με την δικαιοσύνη ΄; 37 - Μήν ἀνησυχεῖτε, πυρία Μεταξινοῦ. είπε και ο φίλος. Γιατί η φυλακή δξἔν ἔχει θέση μέσα στο πρόγραμμα της ζωῦς του ἀγαπητοῦ πωνσταντίνου. "Έπειρα δεν πιστεύω να γίνη ἄλλος άνθρωπος μέσα σέ 48 ὥρες συνεπλήρωσε ελῶντας. Τέλεσε και το αντρόγυνο. Εν τω μεταξύ το ἁμάξι σταμάτησε. Κατέβηκαν - - - Σελίδα 5 ---------------------------- και οι τρεις και προχώρησαν ως την ἐξώπορτα. 38 - Πολύ θα σέ παρακλέσω ν᾿ ανέβης μόνη στο σπίτι, είπε ο κ. Μετάξινός στην πυρία του. 39 - Γιατί ; ρώτησε με ἔκπληξι η γυναῖνα. 40 - Έχουμε λίγη δουλειά, ἀπήντησε ἀπεῖνος στρέφοντας το βλέμμαν πρός το φίλο του. θα τον συνοδέφω ὧς το σπίτι του και θα ἐπιστρεφω γρήγορα. 41 - Αφού το βρίσκετε ἀπαραίΐτητο να δουλέφετε τέτοια ὥρα, εγώ δεν ὄχω παρά να σας μαληνυκτ ίσων είπε με φανερή δυσαρέσκεια γαί τούς ἄφησε χωρίς να δώση το χξρι στο φίλο. 42 Προχώρησαν μερικά βήματα. 43 - τη δυσαρεστήσαμε την καμένη, είπε πρώτος ο φίλος. 44 - αυτό δεν με πολυενδιαφέρει τώρα. ᾿Ἠκετνο πού θέλω, εγώ από σενα, είναι να μοῦ πῆς σαν καλός φίλος ὅ,τι ξέρειον ὅ,τν ἔχεας καταλάβει για το ζήτημα πού θίξαμε στην ἑσπερίδα. 45 - Μά τί ἐννοεῖς ἀκρνβῶςς Μίλησε καθαρά και πες μου σέ τί μπορῶ να σού φανῶ χρήσιμος. 46 - Όπως σού είχα πεῖ κιν εκεί πέρα, ὄρχισε να λέη ο Κωνσταντίνος, είμαι πολύ στεναχωρημένος», το τελευταῖτο διάστμμα. με τη στᾶση του Ῥεβοῦ ἀπέναντι της γυναικός μου. Ὅπου πᾶμε, νάτος πι αὐτός. Και όπως ἐποόσεξες κι) ἐσύ, το παραξηλώνειυ στα ποπλιυμέντα και στούς χορούς. ξαταντᾶ να ἐρωτοτροπῆ φανερά μαζί της και μπροστά μον ακόμα. Α, η ὑπομονή μου ἔχει ἐξαντληθη πιά και γρήγορα θ΄ ἀκούσης ότι του ἔχοφα για καλά το βῆχα. τον παληάνθρωπο. 47 - Προ παντός όχι παραφορές, Κωνσταντῖνε. το ζήτημα είναι πολύ λεπτό και χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Πρίν προβῆς σέ πανένα διάβημα ἐναντίον του, ἐπιβάλλεῖαι μοῦ φαίνεται να ἐξακριβώσουμε πατά πόσον το φταίξιυμο είναι δικό του. 48 Ο καλός φίλος, για ν ἀποτρέφη τον προσβεβλημἔνον σύζυγο ἀπο - - - Σελίδα 6 ---------------------------- τού να ἑνεργήση βιαστικά ναί χωρίς να συμβουλευθῆ μανένα, ἐθεώρησ καλό να μμπερδέφη λίγο το ζήτημα της εὐθύνης και να προσφέρη πρόθυμα τη βοήθειά του. 49 - δεν πιστεύω να ἔπαμε την αρχή η γυναίκα μου κι αυτή να τον πυνηγᾶ. 50 - Κι Σγώ δεν τα πιστεύω αὐτά. Πάντως, παρά τη θελησί της δεν μποροῦσε ἐκεῖνος να προχωρῄήση ρόσον ἀναγμάσθηκε να προσθέση ο φιλος για να ὑποστηρίξη την ἄποφί του. 51 - αυτό είναι σωστό, είπε ο Κωνσταντῖνος. Και πυττάζοντας το συμιλητή του στα μάτια ρώτησε με ἀνησυχία. Ὑποθέτεις λοιπόν ότι οι σχέσειο των ...... 52 Δέν ἐτελείωσε την σμέφι του. Οἄλλος όμως ματάλαβε ἀρκετά κα? σκέφθηκε αμέσως να τον καθησυχάση λίχο. 53 - Εγώ δεν μπορώ να βασισθῶ πάνω σέ ὑποθέσειςοι οὖτε και στᾶ Φφαινόμενα. δεν ἀποκλείεται η ποπέλλα να ἱκανοποιῆ μια φιλαρέσχεια μονο μαζί να μή μπορῇῃ να αροσβάλη, Εναν ἄνθρωπο πού της κάνει την τιμή να τη θαυμάζη. Πρόσεξε λοιπόν, Κωνσταντῖνε, να μην την πληγώστστό φιλότιμον αν δεν βεβαιωθοῦμε ότι είναι πραγματικός ἔνοχος. 54 Βρεθηκαν ἔξω από το σπίτὶ του φίλου. Ο Κωνσταντίνος τὀν καληνύκτισε λίγο νευρικά. Αλλά δεν τράβηξε πρός το μἔέγαρό του. Πήρε μηχανικά την οδό Σταδίου. 55 Μέσα στο κεφάλι του, πού πονοῦσε και ἄναβε, σαν να είχε πυρετό, στριφογύριζαν ἐπίμονα τα λόγια του φίλου του. Αν δεν ὕθελε μ ἔκείνη, ποιός μποφοῦσε να ἔχη ἴδιαίτερες σχέσεις μαζί της; τί ἔπρπε λοιπόν να φαντασθῆ; Οτι η γυναίκα του εὕρισκε ἁπλῆ ἱκανοποίτης στα δείγματα του θαυμασμοῦ του Ῥέβου» "Ἡ ότι θα ἔπεφτε μια μέρα ? πόφευκτα στην ἀγκαλιά του: Κι αν αυτό ἔχει γΐίνειυ κιόλας: σκἐφθηκι?. Αν οι δοό τους ξεμοναχιάζνται κάπου και περνοῦν μαζί ὧρες εὐνυχίδεις βάροη της τιυμῆς τους 16 ἔρωτικό τους σύμπλεγμα, πού εἶδε ζωῃ - - - Σελίδα 7 ---------------------------- ἡ ἐξημμένη φαντασία που, τον ἀναστάτωσε ἆμέσως. 1Ίὸδ πρόσωπο του πῆρε μια ἄγρια ἔπφρασν μαΐ το βλέμμα του έγινε βλοσυρό. Ασυνάνσθητα περπατοῦσε τώρα πιό γρήγογα, πιό νευριπά, ενώ μέσα στο σαστισμένο του μυαλό γεννιόταν ἐξαπολουθητυνκά θολές σκέἔφεις και μπερδεύοταν με θαμπέςο εἶκόνες. Σέ μια στιγμή του φάνηκε πώς εἶδε ότι τούς επνιασε ἐπ' ἀυτοφόρω, ότι τούς χτύπησε και τούς ἐτραυμάτισε μαΐ τούς δυό, ὄχι όμως σοβαρά, ενώ ἐκεῖνον τον ἔσερναν σὲ λίγο στη φυλακή. Ὡστόσο το ἐφιαλτικό αὖτό ὅραμα τον συνεκλόνισε δυνατά και τον παρέλυσε σύγκορμο. Κοντοστάθηκε. «ΗΒ τελευταῖα εἶκδνα του θύμησε το μυστηριώδη τύπο μαΐ τα προαγχγέλματά του. 56 Όχι φιθύρισε. δεν πρέπει να ἐπαληθεύσουν οἵ προφητεῖες του είπε μέσα του πειυσματιμά ο Κωνσταντῖνος. 57 Και από σμέφι σέ σκέφι βρέθηκε σύμφωνος με τη σύσταση του φίλου του, να μή δημιουργήση σκάνδαλο, χωρίς να ἔχη θετικές ἀποδείξεις. 58 Όταν πέρασε λίγο η ἔξαφις του, τυράννησε κάμποσο τον εαυτό του, για να βρῃῆ από πότε άρχισε ο Ῥέβος να κυνηγᾶ τη γυναίκα του. Αλλά το μνημονικό του δεν τον πολυβοηθοῦσε. Κατόπιν, συνδυάζοντας τα διάφορα δεδομένα πού εἶχε, προσπαθοῦσε ἐπίμονα να παταλάβη αν οι σχέσεις των. ἔφθασαν εκεί πού δεν ἔπρεπε. Κι᾽ ἀνῶ πότε-πότε εὔὕριυσπε ἔνοχα μερυμά φερσίματά των, ἓν τούτοις η ἱστορία πῆς ἀγάπης του, δεν το ἄφηνε να πολυσταθῆ σ) αὐτές τίς ὑποφίες. 59 Γιά τῆν ἁγνή ἀγάπη πού ἔννοιωσε Υν αὐτόν η γυναῖνκα του από μιᾶς ἀρχῆς. όταν ἀἁπόμα ήταν ένα ἀθῶο κορίτσι, καθώς και για την ἀφωσίωσί της μετά τον γάμο τους, είχε ἁμέτρητας ἐποδείξεις ο Κωνσταντῖνος. στην ἀνάμνησι μερικῶν ὡραίων κπομματιῶν του εἰδυλλίου ταν, ἐγλύκπανε λίγο η ὄφις του. Τώρα ἀμφέβαλλε περισσότερο. αν το αἰθέριο ἐκεῖνο πλάσμα, πού με τη σωματιμά και φυχική του ὀμορφιά, του ἐνέπνευσε το μοναδικό στήῇ ζωή του πχράφορο αἴσθημα, ήταν ἵκανό να ποδοπατήση τούς ἁμοιβαίους των ὅρπους για μια παντοτεινῄή λατρεία, και να τον ἁπατήση χυδαῖα. Σελίδα 8 ---------------------------- 60 Προχωρῶντας, ‘ετσι ἀσυναίσθητα, έφθασε στη λεωφόρο Συγγροῦ, κοντά στο ζυθοπωλετο Φίξ. Σταμάτησε και εἶδε τω ρολδῖ του. Ήταν τρεις παρά εἴἶκποσι. Ταράχθηκε στη σκέφι ότι η γυναίκα τους, πού τον περίμενε να ἐπιστρέφη γρήγορα, ϐ) ἀνησύχησε μ΄ αυτή του την ἄργοπορ?. Και πῆρε Βιαστικμά το δρόμο του σπιτιοῦ του. «Εκεῖτ πού πήγαινε, σκεπτόμενος πότε εὐνοϊκά και πὅτε δυσάρεστα πρᾶγματα, ξαφνιάστηκε ἀκούοντας το ὄνομά του. "Ἔστρεφε το κεφάλι του πρός το μέρος της φωνῆς. ιαΐ εἶδε να τον πλησιάζη ένας σχετικός του. 61 - Τί γινήκατε, καλέ κύριε Μεταξινέ: Και η χπυρία σας έγινε ἄνω μάτω από το φδβο της και ἀνεστάτωσε και ἄλλους ..... 62 - Καλά,ἐσεῖς,πού την εἴδατες ; 63 - Ημουνα στούς Υεντόνους σας. Κι εκεί ἄκουσα ότι η κυρία Μεταξινοῦ ἀνησύχησε πολύ πού ἀργήσατε τόσο, ενώ της εἴχατε πῆῃ ότι θα ἐπιστρέφατε γρήγορα. 64 – Κι ύστερα τί ἔγινει ρώτησε μ᾿ ἑνδιαφέρον ο Κωνσταντῖνος. 65 - Ακούοντας τη γειτδνισσάσας να παραμαλῆ τον ἄνδρα της να πεταχτῇ στα διάφορα κέντρα, για να σας βρῆ, σηκωθήκαμε ἆμξσως κι άλλοι δυο και πήραμε διάφορες ματευθύνσεις. στο σπίτι σας πᾶτε τώρα, κύρι΄Μεταξινξἒ ; 66 - Ναι, μην ἀνησυχῆτε. Εκεί πηγαίνω κατ᾽ εὐθεῖαν. Και σας εὐχαριστῷ πολύ, για την παλωσύνη πού εἴχατε να πάμετε αὐτόν τον μόπο. 67 Τόν καληνύπτισε εὐγενιμά, πῆρε από κεῖ κοντά Ἐν᾽ ἁμάξι και τράβηξε για το σπίτι του, σχεδιάζοντας, πως να δικαιολογήση παλύτερα την καθυστέρησί του. - - - - - - - - - - - 68 Την άλλη μέρα ο Δημήτρης ὥρονιμᾶχκος βρισκόταν σέ διαρκῆ. κίνησὴ απ’τίς ἐννηάμισυ το πρωΐ. "Ἠτανε ένα εὕρωστο παλλημάρι, μάλλον φηλό. Ἡ φυσιογνωμία του ταν συμπαθητικιά.' Καΐί τα δυο μεγάλα μαῦρα μάτια του φανξρωναν ότι είχε και ἀρκετή ἐξυπνάδα. πριγυρνοῦσε στούς - - - Σελίδα 9 ---------------------------- δρόμους και στις πλατεῖες και περνοῦσε από τα διάφορα πἔντρα των ᾿Αθηνῶν πυττάζοντας με προσοχή παντοῦ, για να ξεχωρίση, ἀνάμεσα στα πολλά πρόσωπα πού συναντοῦσε, την ἐπιβλητική μορφή του χθεσινοβραδυνοῦ μυστηριῶδους τύπου, ο ὁποῖος του ἔδωσε συνἔντευξι, χωρίς να του ὁρίση μέρος και ωρα. 69 Στο σπίτι του γύρισε λίγο πριν τίς δύο, με ἀποτέλεσμα την κούρασι μόνο. Μετά το φαγητό πῆρε ένα βιβλίο και Σάπλωσε στον παναπξ, άλλα δεν μποροῦσε να συγκεντρωθῆ στο διάβασμα. Μπροστά του διαρκῶς πετοῦσε η εἰπόνα του γηραλέου πυρίου με το ὑπογένειο. Μωρίς το ἁπόγΥευμα πΏῆρε πάλι τούς δρόμους και γύριζε ως τίς ἐννηάμισυ, χωρίς να αυναντήση πουθενά τον ἐπιθυμητό σοφό. Πῆγε παί 8δεπινησε και σέ λές Υο ξανακατέβηκε, ἔχοντας ακόμα το νοῦ του για τον ἄγνωστο. Ταυτοχρό νως όμως σκεπτόταν με ἀπογοήτευση ότι δεν πραγματοποιήθηκε η προφητεία της τυχαίας συναντῄσεώς των. για να διασκεδάση λίγο τη στενοχώρια του, σμέωθηκε να ἐπισκεφθῇ μια εὐχάριστη φυλιπή οἰπκογένεια, πού παθόταν στην ὁδόν Πειραιῶς. ᾿Ἑν τούτοις ως την στιγμή, πού χτύπησε το κουδοῦνι του φιλιποῦ σπιτιοῦ, ο νοῦς του δεν ἔπαυσε ν᾿άσχολῆταυ με τον παράξενο τύπο πού γνώρισε. 70 Μόλις ὄνοιξε η πόρτα ο Δημήτρης ἔμεινε μ)ἀνουχτό το στόμα από την ἔμππληξί του. Μπροστά του παρουσιάστηκε ο μυστηριώδης ἄνθρωπος. 71 - « Σνατί ἐκπλήττεσθες είπε χαμοχελῶντας. δεν εἴπαμε ότι θα με συναντούσατε ξαφνιμᾶς Αλλά περᾶστε παραμαλῶ. » 72 - « Ναι ο ... ἆλλά .... εγώ άρχισε να λέη με δυσκολία ο νεος. » 73 - « Το ξεύρω. Ἐπηγαίνατε ἀλλοῦ κι’ὔἤρθατε κατά λάθος κοντά μου, γιατί είναι η ώρα της συναντή σεώς μας και σας περίμενα. » 74 Τα μεγάλα μάτια του ἐπισκέπτη γούρλωσαν με τη νέα του ἔμπληξι και δεν μπόρεσε ν᾿ ἀρθρώση λέξι. 75 - « Νά, ἐτοιμάσει μάλιστα και το τσάϊ με δυο φλυτζάνια, όπως βλέπετε .............. » Σελίδα 10 ---------------------------- 76 Ο Δημήτρης ἔρριξε μια περίεργη ματιά στο σερβίτσιο κι’ ὕστερα κύτταξε μ’ ἔπσταση τον ἐξαιρετικό ἄνθρωπο, πού ελιχε το μεγάλο εὐτυχημα να γνωρίση. 77 - Καθῆστε, ἀγαπητξ κύριε φρονιμᾶκο. 78 - πως γνωρίζετε τ᾿ ονομά μουᾳ ρώτησε με νέα ἁἀναστάτωση ο νέος. Τ'ἀκούσατε από κενένα, ἤ μήπως .... 79 Τόν κύτταξε πάλι στα μάτια. 80 - δεν ήταν δύσκολο να βρῶ μόνος μου ότι ὄνομάζεσθε Δημήτριος Φρ. 81 - Ξεύρετε λοιπόν κα; το μικρό μου ὄνομας λλλά πως κατορθώνετε και βρίσκετε τξτοια πράᾶγματας ; 82 - θα το μάθετε κάποτε, ἀπήντησε με τη συνειθισμένη του ἀπάθεια ο γέρος. Εν τω μεταξύ, παΐρνετε Ένα λικξρς ; 83 - Εὐχαρίστως. 84 Ὥσπου να γεμίση ο νοικοκύρης του σπυτιοῦ δύο ποτηράκια και να τα πιοῦνε, ο Δημήτρης ηύρε την εὐκαιρία να περιεργασθΏῆ λίγο το σαλόνι. Ἡ ἐπίπλωσίς του όταν ἁπλῆ, άλλα και ἀξιοπερίεργη. Στή ράχη του καναπέ ήταν σκαλισμένος με τἔχνη ο αἰγυπτιακός ἀετός, ἑνῶ τα πλάγια ήταν γαρνιριυσμένα με μια σφίγγα. Ἀπό μια σφίγγα είχαν στα πλάγια και οι πολυθρόνες. Και σά άλλα ἔπιπλα ὑπῆρχαν ἀσυνείθιστα στολίδια, ἤ παραστάσεις πού τραβοῦσαν την προσοχή. 85 - Μενετε πολλά χρόνια στάς Αθήνας ρώτησε ο νέος. 86 - Από πότε πού ἐκτίσθηκαν, ἀπήντησε φυσυκώτατα ο συνομιλητής του. 87 - Ομολογῶ ότι δεν ματαλαβαίνω τίποτε. 88 - Σιγά-σιγά θα το ματαλάβαιτε κι αὖτό. 89 Τα μυστηριώδη λόγια του γξέρουι ἔκαμαν το Δημήτρη να μην ξξέρη τί να πῆ. Έτσι ἔμεινε για μερικές στιγμές σιωπηλός και με κατεβασμένα τα μάτια, ἐνᾶὃῶ το χξρι του φηλάφιζε μηχανιυμά τη σφίγγα της πολυθρόναος. Σελίδα 11 ---------------------------- 90 Σε λίγα λεπτά, μετά πού ἤπιαν το λικέρ, ο ἔπισκέπτης αἰσθάνθηνε μια ζδλη και το πεφάλι του να κλίνη πρός τα πίσω. Ερριξε μια φοβισμένη ματιά στο σύντροφό του πι ἐπρόφθασε ν᾿ ἀντιληφθῃ ότι το ἔδιο συνέβαινε και σξ κεῖνον. Προσπάθησε ν᾿ ἀντιδράση, ἆλλ᾽ ἁμέσως βυθίστηκε στο σκοτάδι πι ἔπεσε σξ λήθαργο. 91 Σέ λίγο αἰσθάνεται το μαγικό χάϊδεμμα μιᾶς ὑπερμόσμιας πόρηο, πού βρισκόταν διαρκῶς γύρω του, σἄάν να ἤθελε να τον ἀγπαλιάση. Σέ λίγο αἰσθάνεται το μαγικό χάϊδεμμα μιᾶς ὑπερμόσμιας πόρηο, πού βρισκόταν διαρκῶς γύρω του, σἄάν να ἤθελε να τον ἀγπαλιάση. Αλλά η γλυκειά αυτή ἁπόλαυσις, πού θα ἐπιθυμοῦσε να βαστοῦσε για πολύ, παύει ἀπότομα και ἀντιλαμβάνεται ότι ο ἴδιος έγινε ζαρκάδι, Κοντά του παρουσιάζεται ο γέρος, μισόγυμνος σαν ἄγριοςσ, πι ἄρχίζει ο να τον χαῖδεύει στο λαιμό. Ὕστερα τον παίρνει και τον ὁδηχεῖτ δε ένα μαγευτικό κπῆπο. "Όταν τελείωσε ο περίπατος ο γέρος γυρίζει και τον ἁγκαλιάζει, λέγοντάς του. ππαλήν ἀντάμωσι., παιδί μου". - - - - 92 Τώρα βλέπει μισόγυμνο, σαν ἄγριο τον εαυτό του. Προσπαθεῖτ να ἀνάφει φωτιά μέσα σξ μια σπηλιά. ὃν τω μεταξύ παρουσιάζεται και ο γηραλξος συντροφός του, μισάγρνος κι αὐτός. "χει στην ὠἁμοπλάτη του τόξο και βέλη. Φαίνεται ότι ἐπιστρέφει από κυνῆγι. Βγαίνοντας ο νέος ἁπό τη σπηλιά. παρατηρεῖ ποντά στην εἴσοδο το ζαρμάδι, πού είχε δεῖ προηγουμένως, να είναι τώρα σκοτωμένο. 93 - θα το Υδάρουμε, ἁπούει να του λέη ο γέρος, θα το φήσουμε και ματόπιν θα το φᾶμε. 94 Ἡ εἶμόνα σβύνει πάλι ἀπδτομα, για ν᾿ἀφήση τη θέσι της σξ μια ἄλλη. - - - - 95 Ὁ νέος βρίσκεται μέσα σ) ένα μεταλλεῖο, όπου ἀγωνίζεται να κόδφη ενα κομμάτι. Ἑαφνιμά πέφτει πάνω του ενας βράχος και τον πἀαπώνει. Παρουσιάζεται όμως πάλι ο γέρος, ο ὁποῖος προθυμοποιεῖται να - - - Σελίδα 12 ---------------------------- σηκώση τίς πἔτρες και νἁ ἁνοίξη δρόμο. Κι’ ‘ετσι σώζεται. 96 Ο Δημήτρης πολεμᾶ τώρα, κρυμμένος πίσω από μάτι πξἔτρες. Κοντά του ἀκούειν την φωνή του γέρου. Ρυρίζει και βλέπει ένα ἔχθρικό βέλος να είναι μπηγμένο στο στῆθος του. 97 - Παιδί μου, πεθαίνω, του λέει με πνιγμένη φωνή ο συντροφός του. Καλήν ἀντάμωσι. 98 Μέσα σξ μια παταπράαινη πεδιάδα και κοντά σέ κάτι ἀνθισμένα δένδρα, όπου κελαϊδοῦνε χαρούμεν τα πουλιά, ο νέος με τα μεγάλα μᾶυρα μάτια κάθεται μελαγχολικόςι πρατῶντας το κεφάλι με τα δυο του χέρνα, ενώ αυτά τα ἔχει στηριγμένα πάνω στα γόνατά του. Ο γέρος τον πλησιάζει σιγά και του λέξει με λυπημένο ὕφοος. 99 - Ηρθᾳ, άλλα δυστυχῶς, θα χωρισθοῦμε πάλιν, παιδί μου. Βλέπω ότι ἀγαπᾶς. 100 - "Ὢ, ναί. Πολύ. Και το βλέμμα του παραπολυθεῖ μια πόρη, πού Ἠόβει, πιό πέρα λουλούδια μπαΐ τα βάζει μέσα σ)ενα καλαθάκι. 101 Ο νέος λυπᾶται πού η ἕλξι του ὡραίου ποριταιοῦ τον ἀναγμάζει ν᾿ ἀποχωρισθῆ το Υγηραλξο σύντροφό του. Αυτός δέ, παταλαβαίνοντας ότι δεν μπορεῖ να τον συγκρατήση τον ἀγπαλιάζει και το φιλετ. Κι υστερα τον βλέπει πού πηγαίνει ντροπαλά για την ἀγαπημένη του. - - - - 102 Άλλη πάλι περίεργη εἶκόνα παρουσιάζεται μπροστά του. Ὁ γέρος, περιτρυγιρισμένος από πολλοίς ἀνθρώπους, κρατᾶ μια σκαπάνη και φαίνεται ότι περιμένει μάποιον. Σέ λίγο ἀντικρύζει το νξο και τον προσκαλεῖ κοντά του. 103 - "Έλα, του λέγει, να γίνης μάρτυρας στην ἀνοικποδόμηση της πόλεως, πού θα φωτίση και θα ζωογονήση τη ΤΠ. "Έλα να παρασταθῆς ακόμα στη θεμελίωση του Παρθενῶνα. Σελίδα 13 ---------------------------- 104 Ὁ νξος περπατᾶ ἀργά κότω απ᾿ την εὐεργετιμή σκιά των δένδρων ἑνός ἄἅλσους, σκεπτόμενος τη ματαιότητα της γωῆς των ἀνθῥώπων. Σέ λίγο τον πλησίάζει ο γέρος. 105 - Ἑλέπω ότι σκέπτεσαι και φιλοσοφεῖς για τα ἐχπόσμια. Αλλοίμονο ... του λέγει κπουνῶντας ἐκφραστιχά το κεφάλι. 106 Κι αφού κοντοστέμεται συνεχίζει. - Τί πρῖμα, ἀλήθεια, να μην είναι μονομερής η λήθη για τον ἄνθρωπο. Και πόσο εὐτυχέστερος θα ήταν αν εἴχε την ἀνάμνησι στο πνεῦμα του πάντα με τη λήθη μόνο στη φυχῄ...... Καλά θα μάνεις να φιλοσοφῆς πάντα. "τσι θα βγῆς πολύ ὠφελημένος. Τειά σου και παλήν ἀντάμωσι. - - - - 107 Τώρα βαδίζει σέ μια ἔρημο. Προχωρῶντας διακρίνει τη Σφίγγα της Αἰγύπτου και την πλησιάζει. Κοντά στο περίφημο ἄγαλμα στέκεται κάπονος, πού είναι νευμένος σαν τούς ἀρχαίους Αἴγυπτίους ἱερεῖς. στο πρόσωπό του ἀναγνωρίζει το γέρο. 108 - Κι’ εδώ ακόμα ἤρθεο, γιξέ μου, να με συναντήσηςς Πήγαινε παντοῦ βλέπε μαΐ μελέτα, του λέει. Και χάνεται πάλι μαζί με τη σκηνοθεσία. - - - - 109 Ὁ γέρος παρουσιάζεται ὡς στρατηγός. Ἐἶναι χαρούμενος και χελαστός για τη νίκη πού ἐπέτυχε. Και συγχαίρει τούς ἀξιωματικούς του πού τον βοήθησαν, Στόν μαθένα δέ, χαρίζει από ενα τιμητικό φιλοφρόνημα. Χαιρετῶντας με τη σειρά το νξο, πού είναι ἀξιωματιμός κι αὖτός του λέπχει. 110 - Εδῶ εἶσαι, γιέ μου; Βλέπεις ότι εἴμεθα φίλοι και στον πόλεμο ἀμόμα, όπως και στην εἰοηνική περίοδο. χαῖρε. 111 Τώρα ο νξος φορεῖ μια πολυτελῆ πανοπλία. Και μοιάζει μὲ τον Μἔγαν Αλέξανδρο. "Όλοι γύρω του τον σέβονται. Κάθεται και συνομιλεῖ με το δάππαλό του πού δεν είναι ἄλλος από το γέρο. ᾿Ενῶ ἀκούει με - - - Σελίδα 14 ---------------------------- Ηροσοχή τα λόγια του, βρίσκεται ξαφνιμά πάνω στὸ σταυρό και βλέπει με φρίκη να είναι σταυρὠμένος ἐπίσης ἀπέναντί του και ο γηραλέος σύντροφός του. ἓν τούτοις αἰσθάνεται ότι ἔχει ἁρκπετή δύναμη, για ν ἀνθέξη σ᾽αὐτό το μαρτύριο. "Ῥνας δορυφόρος πηρατεῖ στὸ χέρι του ἀναμμέο δαδί κι' ἀτουμάζεταιν να κάφη μ’αὐτό το νξο. Ο γέρος όμως του φωνάζει. 112 - Στάσου. Εμένα σέ διέταξαν να μάφης. 113 - "Ο δορυφόρος γυρίζει σασταιένος και μᾶλις συνέρχεται ἀρχίζει να ἐκτελῆ την ἀπαίσια ἐντολή πού εἶχε. Τώρα το πορμί του γέρου τσιτσιρίζει ἀνατριχιαστιμά και οι σάρκες του πού φῄήνονται μυρίζουν ἔνι γύρω .... Λίγο πριν παραδώση το πνξυμα, κατορθώνει. ο καῦὔμένος να πῃ στο νεο. 114 – Σ’ αφήνω γιέ μου, σύντροφε στούς πόνους κπαΐ μάρτυρα της ἀλῆθεια. - - - - 115 Ακολουθετ μια συγκλονιστική σμπηνή. Οι ἐχθροί μπατορθῶνουν να ἀνέβουν πάνω στις ἐπάλξεις του φρουρίου και να χυθοῦν ὁομητικοί στ?πόλι, όπου σκοτώνουν μαΐ σκοτώνονται ἄγρια. Ριάτί οι πολιορκημένοι είναι ἀποφασισμένοι να μην παραδώσουν ζωντανοί την κληρονομία των πατέρων τους. "Ο ένας μετά τον άλλον πέφτουν ἡρωϊμά όλοι οι στρατηγοί και μόνον ο ἑαατός του - περιβεβλημένος τα σήματα του βυζαντινε αὐτοκράτορος - ἐξακολουθεῖτ να μάχεται. Στρέφει το βλέμμα γύρω του πάν βλέπει με φρίκη παντοῦ ἐχθρούς. ᾿Από στιγμή σέ στιγμή θα τον σκότωναν μαΐ κατόπιν θα τον ἐξευτέλιζαν. Ἑαφνιμά παρουσιάζεται μπροστά του ένας δυνατός στᾳατιώτης του. στο πρόσωπό του ἀναγνωρίζει τη φυσιογνωμία του συντρόφου του. 116 - Όχι αὐτοκράτωρ. Δξν θα πέσης από δόρυ ἀγαρηνοῦ, αλλ’ απ’ το δικό μου. Καλή ἀντάμωσι γιέ μου, του λέγει και τον σκοτώνει μξ ὄνα κτύπημα. Σελίδα 15 ---------------------------- 117 Με το σβήσιμο αὐτῆς της σκηνῆς πῆρε πιά τέλος η σειρά των ὅπτασιῶν, πού παρουσιάστηκαν μπροστά στο Δημήτρη, όσο βαστοῦσε η ἐπήρεια του πιοτοῦ. ΄Όταν ἄνοιξε τα μάτια, πρατοῦσε το κεφάλι του με το χέρι, ενώ αὖτό ήταν στηριγμένο στο γόνατο. Ίήν ίδια ἀκριβῶς στάσι, εἶδε ότι είχε και ο γηραλέος σύντροφός του. Στ’ ἀντίπρυσμα του συνῆλθε όλων διόλου και αὐθόρμητα εἶπε. 118 – Διδάσκαλε ........ Ο γέρος χαμογέλασε. 119 - Tώρα, παιδί μου είναι μαιρός για ἀνάπαυσι. Μετά 24 ὥρες πάλι. Ο νέος σηπώθηκε και καληνύκτισε. Κατεβαίνοντας τη σμάλα, ἆκουσε το μυστηριώδξη ἄνθρωπο να του λέη γελῶντας. 120 – Kι ἔχε το νοῦ σου να μή χτυπήσης πάλι μαμμιά άλλη πόδρτα ...... - - - - - - - - - - - 121 Ἀπλησιάζαν τα μεσάνυχτα όταν ο Δημήτρης βρέθηκε στο δρόμο. για μια στιγμή ἔκαμε να πάη στο σπίτι του. Αλλά στην Φυχολογική κατάσταση πού βρισκόταν, σμέἔφθηκε ότι δεν θα μποροῦσε νά: κουμηθῆ εὔκολα. Και τράβηξε για το Ζάππειο. ᾿ΕἘκεῖ ξάπλωσε σ᾿ ένα ἁπόμεοο κάθισμα. Τύρω βασίκενε ἡσυχία. "Έτσι σιγά-συγά βυθίστηκε στην ἀναπόλησι των τελευταίων γεγονότων, πού τον είχαν ἀναστατωμένο. Πέρασε κάμποση ὥρα, χωρίς να τον ἐνοχλήση κανένας περιπατητής. Ἑαφνιμά ἄπουσε ένα θόρυβο. ᾿ Ὀχύτταξε μὲ προσοχή και διέκρινε ποντά στα Ἠπάγκελα του Ἡασιλικοῦ κήπου δυο ἀνθρώπους να είναι σκυμμένοι και να κουνοῦν τα χέρια. 122 - Κάτι επρυφαν, είπε μέσα του, όταν τούς εἶδε ότι μεταμίνησαν μια πέτρα. 123 Ἔμεινε κπαρφωμένος στη θέσι του, ώσπου ἔφυγαν και ἀπομακρύνθηκαν ἀρκετά οι δύο ὕποπτοι. Και τότε σηκώθηκε κι͵ ἐπλησίασε ἀφόρυβα τα κάγκελα. "Όλος περιέργεια ἔσκαφε πάτω από μια μεγάλη πέτρα και ὕστερα από λίγο είχε το εὐτύχημα ν᾿ ἀνακαλύφη ένα μικρό δέμα. στο φῶς του πρώτου φαναριοῦ ἄνοιξε με συγκίνηση το πακετάκι και ηὺρε - - - Σελίδα 16 ---------------------------- μέσα δυο διάφορα γραμμάτια εἷς διαταγήν του Ῥέβου. 124 Τώρα ο Δημήτρης δεν είχε την παραμικρή ἀμφιβολία ότι γι αυτά τα γραμμάτια ἑσκότωσαν τῆν προηγουμένη νύκτα τον Ἠακομοίρη το Ῥεβόν, κι ἔρριξαν το πτῶμα του στον ᾿Τλισσδ. 16 ρολόϊτ, το δαχτυλίδι και το πορτοφόλι με μάμποσα χαρτονομίσματα τ’ ἄρησαν ἁπάνω του, για να παραπλανηθῆ η ἀστυνομία, όπως κι’ εγινε στην αρχή πι ἔγραφαν οι ἔφημερίδες ότι το ἑλατήριο της δολοφονίας δεν είναι η κλοπή, άλλα κάποιο προσωπικό πάθος και ότι ὑπάρχουν ὑπόνοιες εις βάρος ενός πολύ γνωστού προσώπου τής ἀθηναϊκῆς κοινωνίας. 125 Ο νέος ἐθεώρησε ότι είχε καθῆκον να παραδώση το παμηξτο στην ἀστυνομία. στο πρώτο ἀστυνομικό τμημα, πού παρουσιάστηκε τον παρέπεμμφαν στον ἀνακριτή, ο ὁποῖος ἐργαζόταν ἆκδμα. πΠοῦ ἐξέθεσε με λίγα λόγια, πως έτυχε να βρῆ το δέἕμα μαΐ του το ἔδωσε. Βλέποντας ο ἀνακριτῄς ότι πρατοῦσε γραμμάτια πού είχε να εἰσπράξη ο Ῥέβος., έγινε αμέσως ἄλλος άνθρωπος από τη χαρά του. 126 - Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, κύριε, και. συνάμα σας συγχαίρω για το διάβημά σας. Μ’ ἀυτά εδώ τα γραμμάτια είμαι βέβαιος ότι εὑρέθησαν οι δράσται της δολοφονίας του Ρεβοῦ. Οι χρεῶσταν του, ἄλλως τε δέν. είναι ἄγνωστοι στη δικαιοσύνη. Γι’ αυτή την ὑπόθεσι, μὲ βρίσκετε τέτοια ώρα στὸ γραφεῖο μου. Ο κοσμάκης ,ξεύρετε., είναι ἀναστατωμένος μμ αυτό το ἔγπλημα και περιμένει ἀνυπομόνως τη σύλληφι των κακούργων. 127 Εν τω μεταξύ ἑκτάπησε το κπουδοῦνι και διέταξε τον αστυφύλακα πού παρουσιάστηκε, να του φέρη τον κ. Μετάξινό. 128 - για να ἱκανοποιηθῆτε περισσότερο, είπε πἄᾶλι ο ἀνακρντής, θ' ἀπφυλακπίσω μπροστά σας τον ἄνθρωπος, πού πιάσαμε, ἄδικα. για ὕποπτο. Μιά στιγμή τώρα να φρρντίσω και για τούς πυρίους των γραμματίων. 129 Κι’ άρχισε να φάχνη τα χαρτιά του. Ο Δημήτρης τραβήχθηκε λίγο πιό μάτω, σκεπτόμενος το μυστηριῶδες τύπο της ἑσπερίδος, πού ἐμάντευσε την ἀπρόοπτη φυλάκισι. Σὲ λίγο μπῆκε μέσα στο γραφεῖο ο - - - Σελίδα 17 ---------------------------- κ. Μετάξινός με ὄφι χλωμή και φοβισμένη. ο ἀνακριυτής παράτησε αμέσως το ηράφιμο και σημώθηκε ἁπ’ τη θὲΐσι του. 130 - Σας ἐφώναξα, πύριε Μεταξινέ, Υνά να σας πῶ με μεγάλη μου εὖχαρίστησι ότι εἶσθε ἐλεύθερος να πᾶτε στο σπίτι σας. 131 Ὁ κ. Μετάξινός δε μπόρεσε ν᾿ ἀρθρώση λέξι απ᾿τή συγκίνησυ του. 132 - Και λυποῦμαι πολύ, ἐσυνέχισε, ότι δεν μπορξσατε πατά την ἀνάκρισι να διαλύσετε τίς ὑποφίες πού γέννησαν μεοιυμές πληροφορίες της ἀστυνομίας. Ευτυχώς όμως για σας και για τη δικαιοσύνη, ἄλλαξαν τα πράγματα, χάρις στον κύριο. 133 Κι ἔδειξε τον νέο πού στεκόταν παράμερα μαΐζ παρακολουθοῦσε μὲ συγκινησι τη σκηνή. Ο κ. Μεταξινός ἕστρεφε το κεφάλι και τότε μόνο εἶς ότι ὑπῆρχε και άλλο πρόσωπο μέσα στο Υγραφεῖτο του ἀνακπριτοῦ. ᾽ἁμέσως ἔτρεξε και του ἔσφιξε το χξρι. 134 - Σᾶς ἐυχαριστῶ πάρα πολύ, κύρνε. Μὲ σώσατε. Μοῦ ἁποματαστήσατε την ὑπόληφί μου. Και θα σας είμαι ὑπόχρεωσᾳ σ᾽ ὅλη μου τη ζωή. 135 Ὁ κ. Μετάξινός ἐχαιρέτησε τον ἀνακριτή, περίμενε να μάμη το ἵδιο μαΐ ο ἄλλος και κατόπιν πέρασε το ρυν του στη μέσα του σωτῆρα του και βγῆκαν μαζί. 136 Μόλις βρέθηκαν ἔξω ο κ. Πεταξννός ρώτησε με ἀνυπομονησία το σύντροφό του, πως έτυχε να τον σώση. Κι’ ἔμαθε με συγμίνησι τίς λεπτομέρειες πού τον ἐνδιέφεραν. 137 - Δεν μπορώ να παταλάβων είπε σέ μια στιγμή ο κ. Μετάξινός, τί εἴδους δύναμι ἔχει ἐπετνος ο μυστηριώδης τύπος της ἑσπερίδος κι' ἐμάντευσε τη φυλάκιση μου, πού ἤτον ὅλως διόλου ἀνέλπιστη, και μάλιστα με μαθηματική ἀπρίβεία ....... 138 - Είναι ένα ἐξαιρετινό φαννόμενον ἑτόνισε ο συνομιλητής του. 139 - Δε μού λέτε, πύριε Όρονιμᾶκοι ἐσεῖς τον συναντήσατε., όπως σας είχε πεῖ ; 140 - Ἐκπριβῶς μετά 24 ὧρες και με τον πιό παράξενο τρόπο ..... Σελίδα 18 ---------------------------- 141 - Πολύ θα ἤθεδα ν᾿ἄκπουγα κι) αὐὖτό το περιστατικό. 142 Ὁ νξος προθυμοποιήῄθηκε να ἐυχαριστήση το σύντροφό του και ἀπαντῶντας στις διάφορες ἐἑρωτήσεις του, ἀφηγήθηκε με λίγα λόγια,τά πιό ἐνδιαφέροντα σημμεῖα της συναντῄσεώς του με τον ἄγνωστο. 143 - Μά τί άνθρωπος είναι αὐτός: είπε πάλι με θαυμασμό ο κ. μεταξινός. ᾿Εγώ δεν ξανασυνάντησα ένα τέτοιο τύπο. στην ἀρχή,ὁμολογῶ ότι δεν πίστεφα στα λόγια του. Πώρα ομως πού βεβαιώθηκα ότι είναι πραγματικῶς ένα ἐξαιρετικό φαιννόμενο, αἰσθάνομανι την ανάγκη να τον ξανασυναντήσω, για να του ζητήσω συγνώμη αν το ἐπρόσβαλα κι' ἆνόμα να τον εὐχαριστήσω, γιατί Έχω την ἰδέα ότι σ᾽ αὖτόν ὀφείλω την διάσωσί μου. 144 - Εγώ θα τον ἐπισκεφθῶ το βάδυ και αν θέλετε, μπορῶ να περάσω από το σπίτι σας. 145 -Ὢ σας εὐχαριστῶ πολύ, φίλε μου. Μ᾽ έχετε παταὔποάρεώσει. 146 - Δέ μπορῶ ὡστόσο να παταλάβω, είπε μάπως ἀπότομα ο Δημήτρης, πως έτυχε να ὑποπτευθοῦνε ἐσᾶς ὣς δολοφόνο του Ῥεβοῦ. 147 - Κι' εγώ δεν ξέρω ἀχπόμα, τί συνέβηκε, είπε ο Κωνσταντίνος. Κι’ αφού ἔμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σκεπτικός, ἐξακολούθησε. 148 - Φαντάζομαι όμως ότι θα Έμαθε κανένας ἀστυνομικός ότι ο Ῥεβόυ τα ἔβραλε το τελευταῖο διάστημα με τη γυνατῖκα μου καὶ ότι εγώ. μετά την ἑπσερίδα,δέν ἀνέβημα στο σπίτι. μου. άλλα ἐτράβηξα με μάποιο φίλο μου να μιλήσουμε Υιν αυτό το ζήτημα. Ὡρισμένως θα ἔπαιξε ρόλο στη σύλληφί μου μαΐ το γεγονός ότι εγώ ἐξηκολούθησα παί μόνος μου να περπατῶ επί πολλή ὥρα, ἀπ τη στενοχώρια μου. Πρᾶγμα πού ἀνησύχησε τη γυναίκα μδυ κι ἔκαμε το γείτονα και ὣὧό ἄλλους μυρίους να πάρουν τούς δρόμους και να φάχνουν τα διάφορα κέντρα, για νάμέ βροῦν. 149 - Έτσι ἐξηγεῖται το πρᾶγμα, είπε ο Δημήτρης. Κουβεντιάζσοντας Έφθασαν μπροστά στο μέγαρο Μεταξινοῦ. 150 - να ἰδῶ τώρα, σε τί χάλια θα βρῶ τη γυναῖκμα μου. Οἱ δύο νέοι, αφού συμφώνησαν για τη βραδυνῄῇ των συνάντησι, - - - Σελίδα 19 ---------------------------- χαιρετίστηκαν ἐγμάᾳδια. - - - - - - - - - - - 151 ο Δημήτρης πέρασε το βράδυ και πῆρε τον Κωνσταντίνο απ’ το σπίτι του. Και οι δυο είχαν ζωηρή ἐπιθυμία να βρεθοῦνε με το μυστηριώδῃ τύπο, πού γνώρισαν στην ἑσπερίδα... Ο Κωνσταντίνος μάλιστα, για νἁ μή χάση την εὐπαιρία, ἆφησε τη γυναίκα του κπρεββατωμένη. 152 Πρῶτος ἐμπῆκε στο σπίτι του γηραλξέου, με το ὑπογένειος, ο Δημήτρης. Συσυείνοντας το νέο φίλο του, θέλησε να δυπανολογήση την ἐπίσκεφί του. ᾽λλλά ο νοικοκύρης του σπιτιοῦ δέο τον άφησε να τελειώση. 153 - Μα περίμενα και τούς δυο σας. 154 - Αλλά εγώ, εἶτε με ἀπορία ο Κωνσταντῖνος, ἤρθα ξαφνιπά. Και μάλιστα την τελευταῖα στιγμή μοῦ έτυχε ένα σοβαρό ἐμπόδιο. 155 - Πάντως εγώ ἥμουν βέβαιος ότι θἀρχόσαστε πν ἑτοίμασα και το δυκό σας φλυτζάνι. 156 Οι δύο νέοι ἔρριξαν μια περίεργη ματιά στο σερβίτσιο του τσαγιοῦ. Και είδαν πραγματικῶς ότι είχε τρία φλυτζάνια. Ο Κωνσταντίνος ἔμεινε ἄφωνος για μια στιγμή ἁπ᾽ την ἔμκληξή του, ενώ ο Δημήτρης χαμογέλασε ἐπκπφραστιμά. 157 - Τώρα ο πύριος Μεταξινός πιστένει ἀπολύτως στη μαντική σας δύναμμι. 158 - να μὲ συγχωρεῖτε, πύριε, για την ἀρχική ἀμφιβολία μου κι' ᾶν σας εἶπα κάτι πού δεν ἔπρεπε. 159 - δεν εἶχα την ἀξίωση να ήταν διαφορετιμπή η στάαις σας, ἀπήντησεν ο περίεργος τάπὸς με τη συνειθισμέμη του ἠρεμία. 160 - Οἵ ἀκγριβεῖς ἐπαληθεύσεις των προφητᾶιῶν σας, είπε πάλι ο Κωνσταντίνος μὲ κάνουν να φαντάζωμαι ότι δεν εἶσθε πλασμένος, σαν ὅλους τούς ἄνθρώπους, ἀλλ᾽ ότι ἔχετα μάτι το ὑπερφυσιχό. 161 «Ο γέρος χαμογέλασε. 162 - Δεν έχω, ἀγαπητέ, τίποτε το ὑπεοφυσικό ἁπάνω μου. ᾽Απλῶς μελετω από πολλά χρόνια τη φύσι και τα συμπεράσματά μου με γάνουν να - - - Σελίδα 20 ---------------------------- μιλῶ λίγο διαφορετιμά απ᾿τούς ἄλλους. 163 Πίνοντας το τσάϊ μίλησαν για διάφορα ζητήματα. ἼΈτσι έγινε λιγοξ κπαΐ για τη δολοφονία του ῬΡεβοῦ. αυτό το θέμα ἐἑτάραξε λίγο τον Κζωνσταντῖνο. Ο οἴκοδεσπότης ἔμεινε για μεριμά δευτερόλεπτα. σκεπτκός. Υστερα ἐκύτταξε ἀλλόκποτα τον Κωνσταντῖνο, ενώ το ὄὕφος του γινε σοβαρό. 164 - « Το τραγικό τέλος αὐτοῦ του ἀνθρώπου, πρόπειται να σας κάμη να περάσετε ἆδ άλλη μια σκληρή δοκιμασία.» 165 - « Έχετε λοιπόν διδόμενα ότι οι σχέσεις του με τη γυναῖμπα μου είχαν προσωρήσει;ᾳ ρώτησε ο νέος με παραφορά. 166 - « Όχι, ἀγαπητξ μου. Πιστέφτε με ότι ἢ γυναίκα σας δξἔν ἔπαφε πὀτέ από του να σας ἀγαπᾶ και να μένη πιστή σύζυγος. 167 - « Αλλά τότε, τί πρόκειται να μοῦ συμβῆς Μήπωςε.... » 168 - « Ναι », ἀπήντηαε ο γέρος. Ἡ καρδιά της είναι πολύ ἀδύνατη και δεν θα μπορέσην δυστυχῶς ν᾿ ἀνθέση στούς ἀλλεπάληλους κλονισμούς τα δολοφονίας, της φυλακίσεώς σας και κατόπιν του σκανδάλου, πού ξἔσπασε εἰς βάρος της τιμῆς τῆς. 169 - « Ώστε λοιπόν θα τη χάσως Ματώρθωσε ν᾿ ἀρθρώση με δυσκολία ο δυστυχής. 170 – «Ἐθεώρησα μαλό να σας προειδοποιῄσω, για να μή σας ἔρθη ἔαφνικά το πλῆγμα. 171 - «Αλλά, πως θα μπορέσω να ζήσω, δίχως την ἀγαπημένη μου »; είπεν ο Κωνσταντίνος ξεσπῶντας σέ λυγμούς. 172 - »Και στις πιό μεγάλες μας δοκιμασίες, ἀπήντησε ὑποβλητιμά ο περίεργος τάπος, μποροῦμε να βρίσμουμε ἀνακούφισι και παρηγοριά. Αλλως τε θα σας ὑποδείξω τα μέσα. Τώρα πηγα(νετε, γιατί οι ὥρες της είναι μετρημένες.» 173 - Ὢ. θεἔμου.» 174 Ξεφώνισε σπαρωιτιμά ο Κωνσταντίνος και πετάχθηκε σαν ἠλεκτρισμένος ἀἁπ᾿τή θέση του. Λὐθόρμητα σήκώθηκε και ο Δημήτρης, για να συνοδέφη τον ἀξιολύπητο νέο ως το σπίτι του. Σελίδα 21 ---------------------------- 175 Το απόγευμα της ἄλλης μέρας ο Δημήτρης ηὺρε το φίλο του σαν κουρέλι σωματικῶς και φυχιπῶς. ολη τη νύπτα δεν ἔχλεισε μάτι, για να είναι ἔτοιμος σέ μάθε στιυγμή να βοηθήση μαζί με τη νοσοκόμα την ἀρρωστη. ᾿Αλλά παρ΄ ὄλες τίς περιποιῄσεις και τίς ἐπίμονες προσπάθειες του οἰκογενιακοῦ γιατροῦ και των διασημοτέρων παρδιολόγων-πού ἔχαμαν συμβούλιο και μεταχείρισθηκαν όλα τα μέσα της ἐπιστήμης η καρδιά της ἀγαπημἔένης του ἅπαυσε να πάλλη, λίγο πριν το μεσημέρι. 176 Τά παρηγορττικά λόγια του Δημήτρη κπαΐ των ἄλλων φιλικῶν προσώπων, τον ἕπαμαν να σκέπτεταιν, τί θησαυρό ἔχασε και τα βουρκωμένα μάτια του ἐγέμιζαν δάμπρυα. Όσο ἔβλεπε τη γυναΐῖκα του νά. είναι ξαπλωμένη και ἀκίνητη μέσα στην ἀνθοστόλιστη κάσα., να ἔχη πχειστά τί μάτια μπαί το στόμα, κπαΐ να μἕἔνη ἀτάραχη, σαν το κρύο ἄγαλμα, στὸ ξέσπασμά του πόνου των συγχενῶν και φιλικῶν προσώπων, ἐφιθύριζε κάἄθε τόσο με ἀπελπισία. 177 - Έχασα το πάν. 178 Η εικόνα της τελούσε μπροστά στα μμάτνα του» όπως ήταν λίγες μέρες πρίν: ὥραία σέ όλα της τα χαρακτηριστιμά κι᾿ ἑχχυστική. Και ο Φυχικός του πόνος γινόταν πιό μεγάλος, ὥσο θυμόταν τή-διαβεβαίωσι του μυστηριώδους ἀνθρώπου ότι δεν ἅπαυσε ποτέ να τον ἀγαπᾶς και να του είναι πιστή. 179 Πάρα πολλύς πάσμος δυνώδεφε τη λυγόζωη γυνατκα ως τη τελευπαια της ματοιμία. Και τ’΄ἀμέτρητα στεφάνια, από φυσικά ἄνθηι ἔπαναμ ἆκομα μεγαλοπρεπέστερη σήν κηδεία της. 180 Δυο-τρείς φορές, το βράδυ, μόλις ο Κωνσταντίνος εὕρισμε λίγη εὐκαιρία, ἄφηνε το νοῦ του ν᾿ ἀσχολεῖται με το μονιραῖο και να συνδυάζη τη δολοφονία του Ῥεβοῦ με τον πρδωρο θάνατο της γυναῖνκας τοὺ. το μυστήριο μάλιστα της προγνώσεως ἅμαμε ἆκόμα πιό ἐνδιαφέρον το πρᾶγμα. Σ αὐτές τί σκιέφεις ήταν βυθισμένος, Ἠρατῶντας το κεφάλι μὲ τα χέρια του, όταν εἶδε ξαφνιμά μπροστά του το φηραλέο πύρνο μὲ το - - - Σελίδα 22 ---------------------------- υπογένειο. 181 Σηκώθηκε ἄπδτομα σαστισμένος. 182 - Ηρθα, φίλε μου, ν᾿ ἀρχίσω ότι ὑπεσχέθηκα. Πᾶμε παλύτερα νάμιλήσουμε ἰδιαιτέρως, είπεν ο περίεργος τάπος, πυττάζοντας ἓν τω μμεταξί ναί το Δημήτρη. 183 Μπῆκαν σ᾿ ένα δωμάτιο, όπου δεν ὑπῆρχαν άλλοι κι’ ἔκλεισαν την πόρτα. "Ο μυστηριώδης άνθρωπος ἔδειξε στούς νέους να καθίσουν στις δυο γωνιές, ἀντός δξ, πῆρε θΐσι ἀπέναντί των, κοντά στην πόρτα. Χωρις χρονοτριβή άρχισε να λέη μ’᾽ἕνα γλυκύτατο ὕφος διάφορα σχετικά κι ἐνδιαφέροντα πράγματα, πού τράβηξαν αμέσως την προσοχή του Κωνσταντίνου και τον ἀνεκούφιζανν ᾿Απ᾽ το άλλο μέρος ο Δημήτρης ἄκουγε μ᾿ ἐνθουσιασμό και θαυμασμό τ)ἀσυνείθιστα ἐκεῖτνα λόγια, πού ἔβγαιναν απ’ το στόμα του ἁγνώστου φίλου των, ὄρεμα, ἁπλᾶ, άλλα και βαθυστόχαστα. 184 - Όλα αυτά πού λέτε. είπε σέ μια στιγμή ο Κωνσταντῖνοσ,τά βρίσκω πολύ λογιμά παί συμφωνῶ μαζί σας ότι ὑπάρχει μαζι άλλα ζωή. Αλλά σ' αὐτόν εδώ τον κόσμο εγώ μια φορά. καταδικάστηκα να μην ἔξαναϊδῶ πιά το ἐξαιρετικό πλάσμα πού πρωταγάπησα και το ὁποῖον με τίς ὁμορφιές του παζ τα χαριτωμένα του μαμώματα μοῦκανε τρισέυτυχη τη ζωή. 185 'Ο γέρόθς, ἀντί ν᾿ ἀπαντήση, χαμογέλασε ἐκφραστιμά κι ἔστρεφε το κεφάλι πρός την πόρτα, σαν να περίμενε μάτν. Υἵστερ’ από λίγα δευτερὄλεπτα βρέθηκε ξαφνικά, μπροστά τους η φρεσκοπεθαμένη, ἆλλά όλο ζωή και χᾶρι. Φοροῦσε ένα ὥὡραιότατο ἀνοιξιάτικο φόρεμα κι) ένα γουστόζικο παπἔλλο, πού την ἕκαναν ἆκόμα πιό ὄμορφη. ᾿Επροχώρησε ενα βῆμα, ἔκαμε μια ὑπόκλισι ἔτρεξε κοντά στον Κωνσταντῖνο. Πέφτονσας ἀἁπάνω του, κάτι του γλυκοφιθύρισε στ᾽αὐτί χαί αμέσως τον ἀγκάλιασε και τον φίλησε. 186 Ὁ Κωνσταντίνος ἔμεινε στην αρχή σαν ἀπολιθωμένος, εκεί πού καθόταν, και με φουρλωμένα τα μάτια. Έτσι ώσπου να σηκώση κιν αὐτός τα χέρια, εἶδε την οπτασία να τραβιέται ἄρεμα και να ἐξαφανίζεταιν. 187 - Ὢ. Μυστηριώδη ἄγνώστε. ὀτραύλἈισε μόλις συνῆλθε σέ λίγο απ᾿ την - - - Σελίδα 23 ---------------------------- εκμπληξί του. «Εσείς με κάματε να την ξαναδώ με το φόρεμα και το καπέλλο, πού τόσο της άρεσαν το τελευταίο διάστημα. Εσείς με κάματε ν᾿ ακούσω πάλι απ’ το στόμα της τίς αξέχαστες λέξεις « Καλέ μου Ντίωο » και να ξαναδοκιμάσω ακόμα μια φορά μέσα στην αγκαλία της τη γλύκα του φιλιού της.» 188 Ασυναίσθητα έκρυψε πόλι το κεφάλι μεσ᾽ τα χέρια του και το βλέμμα του καρφώθηκε σ᾽ ένα σημείο του πατώματος. 189 Ὁ Δημήτρης εθεώρησε καλό να δώση τέλος σ’ αυτή τη σκηνή και ρώτησε το γέρο. 190 - »Τί τιμωρία τώρα ταιριάζει στους δολοφόνους του Ρεβού ; « 191 - »Υποθέτω πώς είναι άξιοι συγγνώμης. « 192 - «Είναι άξοι συγγνώμης ;» επανέλαβε με έκπληξι ο Δημήτρης. 193 - »Ναι. Ποιος ξέρει, αν αϊτοί είναι οι κακούργοι», είπε μυστηριωδώς ο περίεργος τύπος και βλέποντας ότι αυτό το θέμα ετάραξε τον Κωνσταντίνο σηκώθηκε απ’ τη θέση του. το ίδιο έκαμαν, πρώτα ο Δημήτρης κι' ύστερα ο οικοδεσπότης. 194 - »Εσύ, Δημήτρη, μένεις, αν θέλης, να τον συντροφέψης λίγο.» 195 Ύστερα γύρισε και κύτταξε τον Κωνσταντίνο. 196 - »Μην άρνησης να πλαγιάσης. Όταν ξεκούραστή το σώμα θα συνέλθης λίγο. Και σιγά-σιγά θα παρηγορηθής», είπεν ο γέρος χτυπώντας τον απαλά στον ώμο. - - - - - - - - - - - 197 Την άλλη μέρα το πρωί, ο Κωνσταντίνος αισθάνθηκε την ανάγκη να βρεθή κοντά στο άψυχο κορμί της αγαπημένης του. Περνώντας απ’ την όδοό Αναπαύσεως είδε να πέφτη ένα σεντόνι. Τοπιασε και μπήκε στην πόρτα, πού βρισκόταν πλαγίως, για να το παραδώση. Αλλά μόλις ανέβηκε μερικά σκαλοπάτια σταμάτησε. Μέσα στο σπίτι γινόταν παυγᾶς. Απ᾿ τισ φωνές και τα κτυπήματα, πού ακουγόταν ανακατεμμένα, κατάλαβε ότι ένας άνδρας έδερνε μια γυναίκα, ενώ ένας άλλος άνδρας: προσπαθούσε να τούς χωρίση. 198 - »Να μάθης άλλη φορά να προσέχης τα πράμματά μου,» άκουσε ο Κωνσταντίνος - - - Σελίδα 24 ---------------------------- να λέη σέ μια στιγμή βάναυσα η μια ανδρική φωνή. 199 Ἡ γυναίκα θέλησε φαίνεται να δικαιολογηθή, άλλα το αποτέλεσα ήταν να φάη ένα δυο μπάτσους και να βάλη τα κλάμματα. Τότε η άλλη ανδρική φωνή ἁκούστηκε να λέη. 200 - «Ας την τώρα και με το ξύλο δε θα βρεθούνε τα χαρτιά. Έλα να φάξουμε καλύτερα, μην παραπέση τίποτε και πάμε χαμένοι.» 201 Έτσι ο Κωνσταντίνος αναγκάσθηκε ν᾿ ἀφήση το σεντόνι στη σκάλα και να τραβήξη για το νεκροταφείο. Εκεί ηύρε την πόρτα κλειστή. Μ’ ένα φιλοδώρημα πέρασε μέσα. Από απόστασι τον παρακολούθησε ο φύλακας, για μάθε ενδεχόμενο. Ο απαρηγόρητος νέος έκλαψε σαν παιδί πάνω απ’ το μνήμα της γυναίκας του. Μετά κάμποση ώρα θυμήθηκε ότι εισυνἔντευξι με το φίλο του το Δημήτρη και απομακρύνθηκε κακώς εχοντι? 202 Στην επιστροφή ο Κωνσταντίνος πήγε απ’ το άλλο πεζοδρόμιο της οδού Αναπάυσεως. Όταν πλησίασε το μέρος όπου είχε βρῃ το σεντόνι σήκωσε το κεφάλι και με μεγάλη έκπληξι είδε στο μπαλκόνι του ίδιου σπιτιού μια νέα γυναίκα, πού έμοιαζε πολύ με την αγαπημένη του. Αισθάνθηκε την επιθυμία να την γνωρίση από κοντά και τράβηξε επάνω. Με ικανοποίηση είδε ότι το σεντόνι βρισκόταν ακόμα στη σκάλα. Έτσι θα παρουσιαζόταν με περισσότερο θάρρος στο ξένο σπίτι. Αλλά μόλις ανέβηκε λίγα σκαλοπάτια εσκόνταψε πάνω σ᾿ ένα μαλακό πράμμα. Έσκυψε κι’ έπιασε ένα παλτό, ενώ το βλέμμα του έπεσε σέ μια κηλίδα αίματος. Καρφώθηκε με φρικίαση στη θεσι του. Τώρα δεν του έμενε καμμιά αμφιβολία ότι οι άνθρωποι πού κατοικούσαν εκεί μέσα και καυγάδιζαν το πρωί ήσαν κακούργοι. 203 Ξανακατέβηκε τη σκάλα βιαστικά και πήγε να συναντήση το Δημήτρη στα Βουστάσια του Ζαππείου. Ο καλός φίλος περίμενε εκεί από νωρίς. Γιάνά δικαιολογήση ο Κωνσταντίνος την αργοπορία του αφηγηθη ότι είχε δεῖ στο ύποπτο σπίτι της οδού ᾿Αναπαύσεως. 204 - «Τί λες, να ειδοποιήσουμε την αστυνομία ;» ρώτησε το Δημήτρη. Σελίδα 25 ---------------------------- 205 - « Εγώ είμαι τής γνώμης να συλλαμβάνωνται τα κακοποιά στοιχεία για να περιορίζεται τα κακά. » 206 Έτσι, υστέρα λίγο, οι δυο νέοι ωδηγούσαν από απόστασι τα όργανα τής ασφαλείας και κοντοστάθηκαν συνθηματικά έξω απ' το σπίτι των ύποπτων υποκειμένων. για να μη γίνη αντιληπτό το πράγμα, επροχώρησαν κάμποσο κι’ ύστερα γύρισαν πίσω, για να πάνε στο αστυνομικά τμήμα να μάθουν, τι’ αποτέλεσμα είχε η έρευνα. Εκεί πού πήγαιναν σιγά—σιγά παρουσιάσθηκε ξαφνικά μπροστά τους ο γηραλέος φίλος των. την ίδια στιγμή ακούστηκε λίγο πιά κάτω μια μεγάλη φασαρία. Γύρισαν όλοι από περιέργεια και οι δύο νέοι παρακολούθησαν με ζωηρά ενδιαφέρον τη συνοδεία των γνωστών χωροφυλάκων, πού ωδηγούσαν στα τμήμα δυο αγριανθρώπους. 207 Ο Κωνσταντίνος θέλησε ν' αφηγηθή στα γέρο τα διατρέξαντα. « Τα ξεύρω, φίλε μου. Θα ξεύρω », είπαν ά μυστηριώδης άνθρωπος, κουνώντας χαρακτηριστικά τα κεφάλι. 208 Οι δυο συντροφοί του σταμάτησαν απότομα και τον κύτταξαν εκστατικά, σαν ν’ άκουγαν για πρώτη φορά απ'τα στάμα του εκπληκτικά πράγματα. 209 - « Αυτοί είναι οι δολοφόνοι του Ρεβού, είπε πάλι ά γέρος με τα φυσικώτερο ύφος. 210 Τώρα η έκπληξής των νέων έφθασε στα κατακόρυφο. - « Και οι δυο άλλο ; ... Πού συνελήφθησαν ; ρώτησε με πνιγμένη φωνή ά Δημήτρης. 211 - « υτό είναι άξιοι συγγνώμης, απήντησεν ά περίεργος άνθρωπος χαμογελώντας εκφραστικά. 212 - « Δεν καταλαβαίνω τίποτε, ωμολόγησε ά Δημήτρης. 213 - « Ούτε κι’ εγώ συνεπλήρωσεν ο Κωνσταντίνος. 214 - « Προχωρούμε και θα σας εξηγήσω το μυστήριο», είπεν ο γέρος. «Οι δυο οφείλεται Ρεβου, που θεωρήθηκαν απ’ τον ανακριτή ως ένοχοι - - - Σελίδα 26 ---------------------------- του εγκλήματος – κι’ Έτσι ελευθερώθηκε μια ώρα αρχήτερα ο αγαπητός Κωνσταντίνος – εξώφλησαν τα χρέη των της ιδιά ακριβώς μέρα της δολοφονίας. 215 - « Τότε γιατί έκρυψαν τα γραμμάτια» ; έκαμε με κάποια αμφιβολία Ο Δημήτρης. 216 - « Γιατί το πρωί είχαν ζητήσει από τα Ρεβό να τούς κάμη μια έκπτωση στο λογαριασμό. Αλλ’ αυτός στάθηκε ανένδοτος. Έτσι, από λόγο σέ λόγο τον είπαν από αγανάκτησή ‘απαίσιο τοκογλύφο’ μαζί με άλλα βαρεία λόγια, τα οποία ακούστηκαν και από άλλους, πού περίμεναν στη είσοδο του γραφείου. Εν τούτοις το απόγευμα, ή γυναίκα του ένας επήγε και κανόνισε και τα δυο γραμμάτια, να μη διαμαρτυρηθούνε την άλλη μέρα. 217 - « Γιατί τα έκρυψαν λοιπόν » ; ξαναρώτησε με αγωνία ο ενδιαφερόμενος. 218 - « Απλούστατα, γιατί μετά τη δολοφονία, φοβήθηκαν μήπως πλποφορηθή ή αστυνομία τον πρωινά καυγά τούς και τούς θεωρήση για ένοχους βρίσκοντας απάνω τους τα γραμμάτια. Άλλα δυστυχώς βρέθηκες εσύ », είπεν ο γέρος βλέποντας με χαμόγελο το Δημήτρη, «να τούς χαλάσης τα σχέδια». 219 - « Πού να ξέρω εγώ ο κακομοίρης », έκαμev ο νέος με ζωγραφισμένη στ προσωπά του τη λύπη. 220 - Κι' αυτοί πού συνελήφθησαν τώρα, τι σχέσι είχαν με το Ρεβό ; ρώτησε μ' ενδιαφέρον ο Κωνσταντίνος. 221 - »Αυτοί είναι επαγγελματίάι δολοφόνοι κι' επληρώθηκαν από έναν άνθρωπο πού δεν μπορούσε να πληρώση τα χρέος του. Σ' αυτό δε το διάβημα προέβη, γιατί ήταν βέβαιος ότι ή σκληρότης του Ρεβού θα τον κατέστρεφε υλικώς και ηθικώς ». 222 – « Κάτι πράμματα πού εκούει κανείς », είπεν ο Κωνσταντίνος κουνώντας το κεφάλι. 223 - « Πραγματικώς », επιβεβαίωσεν ο γέρος, «συμβαίνουν μυστηριώδη πράγματα - - - Σελίδα 27 ---------------------------- σ’ αυτό τον κόσμο. Τι αυτό αμφιβάλουμε πολλές φορές γι’ αυτά πού βλέπουμε και ακούμε. Έπειτα η αντίληψίς μας είναι πολύ στενή και δεν καταλαβαίνει ότι όλες μας αἱ πράξεις, απ’ τίς πιο ασήμαντες ως τίς σοβαρώτερες, είναι αλληλένδετες και σχετικές με τίς πράξεις των συνανθρώπων μας. Οπωσδήποτε ... Πηγαίνετε τώρα να φροντίσετε για την αποφυλάκιση των δύο αθώων». 224 Ύστερ’ από κάμποση ώρα ο Δημήτρης και ο Κωνσταντίνος έκαναν παρέα στην πλατεία του Συντάγματος με τούς δύο αποφυλακισθέντας. Ονομαζόταν Γιώργος Πετρίδης και Γιάννης Αγνός. ο Δημήτρης εξήγησε με ειλικρίνειά, πως έτυχε να τούς κάμη, άθελα του, κακό και τούς εζήτησε συγνώμη. Με τη σειρά του είπε και ο Κωνσταντίνος ότι κι’ αυτός πέρασε aπ᾿ τη φυλακή με τη δολοφονία του Ρεβού. Έτσι σιγά-σιγά η συνομιλία τους έγινε φιλική. 225 Eν τω μεταξύ έλαβε μέρος στη συντροφιά και ο γηραλέος με το υπογένειό, πού παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά τους. Απ' το σεβασμό πού του έδειξαν ο Δημήτρης και ο Κωνσταντίνος, οι δυο άλλοι τον πρόσεξαν περισσότερο κι’ έμειναν ενθουσιασμένου με τα λόγια του, πού πότε ήταν διαφωτιστικά και πότε φιλοπαίγμονα. Όταν μετά το μεσημέρι σηκώθηκαν, ο γέρος προσκάλεσε και τούς τέσσερις νέους να δειπνήσουν την επαύριο μαζί του. Όλοι δέχθηκαν ευχαρίστως. Ακόμα και ο Κωνσταντίνος, πού θ’ αναγκαζόταν ν᾿ άφινε στο σπίτι του επισκέπτας. Ο Δημήτρης προσφέρθη να συνατηθή προηγουμένως με τούς δυο νέους συντρόφους και να πάνε μαζί. Όταν τούς άφησε ο γέρος, ο Γιώργης και ο Γιάννης, ἐξέφρασαν την ευχαρίστησί τους απ’ τη γνωριμία του. Έτσι ο Δημήτρης ηύρε την ευκαιρία να τούς μιλήση με λίγα λόγια για την εξαιρετικότητά του. 226 Το βράδυ ο Κωνσταντίνος εβγήκε να κάμη μια βόλτα, για να πάρη λίγο αέρα. Επιστρέφοντας στο σπίτι του εσκέφθηκε ότι θα του έκαμνε καλό, εν έβλεπε για λίγα λεπτά το γέρο. Κι’ έτσι πήγε κοντά του. Εκεί τον περίμενε μια συγκινητική εκπλήξεις. Αύτη τη φορά δεν του - - - Σελίδα 28 ---------------------------- άνοιξε ο γέρος, αλλ’ ανέλπιστά άλως διόλου η πρωινή γυναίκα, πού έμοιαζε με την αγαπημένη του. Στ’ αντίκρυσμα της τα έχασε για μια στιγμή και δέθηκε η γλώσσα του. 227 Για να τον κάμη o γέρος να συνέλθη λίγο από τη συγκίνησι, του είπε : 228 - « Βρέθηκε μόνη κι’ απροστάτευτη η καυμένη η Μαρία και την προσέλαβα να περιποιείται το νοικοκυριό μου». 229 - « Δεν αμφιβάλλω, Διδάσκαλε, ότι θα γνωρίσατε μεταξύ άλλων και την επιθυμία μου να τη γνωρίσω από κοντά κι’ ίσως γι’ αυτό να την προτιμήσατε ….. 230 - « Ήταν ανάγκη νάρθη εδώ-μέσα », απήντησεν αόριστα ο μυστηριώδης τύπος. 231 Όταν ξαναπαρουσιάστηκε η Μαρία, για να φέρη τον καφέ, ο Κωνσταντίνος την παρατήρησε όσο λεπτομερέστερα μπόρεσε κι’ έμεινε εκστατικός και σκεπτικός μπροστά στο φαινόμενο μιας τέτοιας ομοιότητος. 232 Σε λίγο, αναγκάστηκε να ξεκινήση για το σπίτι του, όπου θα πήγαιναν διάφορα συγγενικά και φιλικά πρόσωπα, για να του κρατήσουν συντροφιά. Με την τελευταία αύτη εντύπωση, καθώς και τις άλλες, ο Κωνσταντίνος πέρασε το δεύτερο ημερονύκτιο, χωρίς να μένη προσηλωμένος διαρκώς στη θλίψι του. - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - 233 Το άλλο βράδυ οι τέσσερις νέοι μαζεύτηκαν γύρω απ’ τον άγνωστο σύντροφό τους. Σέ λίγη ώρα εδείπνησαν ελαφρά μερικά κρύα φαγητά, ποἑτοίμασεν η Μαρία και κατόπιν τραβήχτηκαν στο σαλόνι. Παραδόξως αυτή την ήμερα ο γέρος ήταν λιγομίλητος και σοβαρός, ενώ συνήθως ἐποίκιλλε την ενδιαφέρουσα πάντα ομιλία του με νόστιμα ευφυολογήματα και χαριτολογήματα. O Δημήτρης και ο Κωνσταντίνος, πού τον ήξεραν καλύτερα, κατάλαβαν ότι κάτι το εξαιρετικό θάκουγαν πάλι aπ᾿ το στόμα του και περίμενα αυτός να δώση κατεύθυνσι και ζωή στη συγκέντρωση. Σελίδα 29 ---------------------------- 234 Έτσι, για μια στιγμή έμειναν όλοι αμίλητοι και σκεπτικοί. Τέλος, ο οικοδεσπότης εσήκωσε το κεφάλι και σταυρώνοντας τα χεριά στο στήθος του κοίταξε τον καθένα ερευνητικά. 235 – « Απόψε, έρχισε να λέη, θα σας φανερώσω γιατί σας κάνω να έρχεσθε εδώ. Από σήμερα θ’ αρχίσουμε να ερευνούμε και να μελετούμε τα προβλήματα, τα όποια σας ενδιαφέρουν, για να καταλήξουμε, με τη βοήθεια του θεού, σέ συμπεράσματα ικανά να σας οδηγήσουν και να σας ανεβάσουν στο επίπεδο των άνθρωπόν πού γνωρίζουν τί κάνουν ». 236 Κονταστάθηκε και τούς ξανακύτταξε με τη σειρά. 237 – « Όσο απλά κι᾿ αν σας μιλήσω, ξεύρω ότι τα λόγια μου θα τα βρείτε μυστηριώδη και ακατάληπτα σε πολλά σημεία. Γι’ αυτό θα είμαι στη διάθεσή σας πάντα, να σας βγάζω από κάθε απορία και να διαλύω τίς αμφιβολίες σας. Πριν όμως μήτε στη νέα σας σταδιοδρομία, θα ήθελα να μού λέγε καθένας σας, αν σκέφθηκε ποτέ τί είναι, από πού ήρθε και πού πηγαίνει. Εννοείται όχι υλικά, άλλα πνευματικά, γιατί στο μέλλον δεν θα μας πολυαπασχολή η υλική μας υπόστασής. Ποιος θα μου απάντηση πρώτος » ; 238 Οι τέσσερις νέοι έγιναν άνω-κάτω μι’ αυτό το ερώτημα και η στενοχώρια φαινόταν ζωγραφιστή στα πρόσωπά των. Ο μυστηριώδης άνθρωπος τούς άφησε για λίγο στη δύσκολη θέσι πού βρέθηκαν κι’ ύστερα είπε με χαμόγελο. 239 - « Αφού δεν αποφασίζει κανείς να μιλήση, θα σας δώσω εγώ σειρά. Για πες μου λοιπόν Κωνσταντίνε, τι είσαι, πόθεν ήλθες και πού πηγαίνεις » ; 240 Ό νέος άλλαξε διάφορα χρώματα ώσπου να συνέλθη λίγο και να μπορέση ν᾿ άνοιξη το στόμα του. 241 - Δεν κατάγομαι από επιφανή οικογένεια. Κατώρθωσα όμως να δημιουργήσω μια αρκετά καλή κοινωνική θέσι και απ’ αυτής της απόψεως είμαι ικανοποιημένος. Σελίδα 30 ---------------------------- 242 Ὁ γέρος δεν έκρυψε την απογοήτευσί του. Ύστερα ρώτησε και τούς άλλους. Οι δυο καινουργιοφερμένοι στον κύκλο, δεν απήντησαν καλύτερα. Μόνον ο Δημήτρης κατόρθωσε να πη κάτι, πού είχε λίγο βάθος και ουσία. 243 Ακολούθησε μια λιγόστιγμή σιωπή. 244 - « Φαντάζεσθε λοιπόν, φίλοι μου, ότι ο άνθρωπος επλάσθη μόνον απ’ ύλη και ότι το κύριο μέλημά του είναι η ικανοποίησής της κοιλιάς το και των αισθήσεών του ; Ο σκοπός της ζωής του, νομίζετε ότι είναι να ανέβη με κάθε μέσον σέ μια περίβλεπτη θέσι, μέσα σέ μια παράλογη και άδικη κοινωνίαν ; Και συνείδησις ότι η συνείδησής του θα είναι εν τάξει αν όλες του οι προσπάθειες καταλήξουν σέ επιτυχίες, πού δεν έχουν ηθικές και λογικές βάσεις ; Και όταν έρθη ο θάνατος και τ' αγαπητά του όντα βιασθούν να θάψουν το βρωμερό του σώμα μέσα στην Γη, τί σκέπτεσθε ; Ότι το πάν τελείωσε έτσι άδοξα ; » 245 Σταμάτησε, για να πάρη την αναπνοή του, ενώ οι τέσσερις νέοι είχαν την εντύπωση ότι άκουγαν αλήθειες πού βρίσκονταν μέσα τους σέ λήθαργό και οι οποίες ξυπνούσαν τώρα με τα εμπνευσμένα και υποβλητικά λόγια του δασκάλου των. 246 – « Όχι, αγαπητοί μου », εξακολούθησε, «ο άνθρωπος δεν είναι έμα απλό πλάσμα, μέσα στη φύσι, με προορισμό να ζήση όπως δήποτε καλά κάμποσα χρόνια κι’ ύστερα να σβύση άδοξα, αφού προηγουμένως συντέλεση στη διαιώνιση του είδους. Αν προσέξετε λίγο θα βεβαιωθήτε ότι κάθε πρᾶξις μας είναι αποτέλεσμα σκέψεως, θελήσεως και αποφάσεως. Ο πνευματικός αυτός μηχανισμός των πράξεων μας, είναι θαυμάσιος κι' άξιζε τον κόπο να σας απασχολούσε περισσότερο. Επίσης δεν θα ήταν χάσιμο καιρού αν ξεύρατε καλύτερα τί είναι το χώμα πού αφομοιώνει το σώμα μας μετά θάνατον, τί είναι η Γη, το πλανητικό μας σύστημα, το στερέωμα και γενικά τί είναι η Φύσις. Όλ’ αυτά θα τα καταλαβαίνατε καλύτερα, αν μελετούσε καθένας σας τον εαυτό του, γιατί ο άνθρωπος πρέπει να ξεύρετε ότι είναι ένας σωστός μικρόκοσμος. O άνθρωπος, - - - Σελίδα 31 ---------------------------- φίλοι μου, είναι προικισμένος με μια εξαιρετική Ψυχή κι' ένα προσωπικό πνεύμα, πού δεν το έχουν τα άλλα δημιουργήματα. Και όμως όλα σχεδόν τα όντα πού λέγονται ἐὐσυνείδητα, αφήνουν ασυνείδητά αυτά τα δυο υπέροχα χαρίσματα, χωρίς καλλιέργειά, ενώ διαφορετικά θα ήσαν οι παράγοντες της πραγματικής προόδου και εξελίξεως των. 247 Κοντοστάθηκε πάλι και κυττάζοντας τον καθένα με χαμόγελο συνέχισε. 248 – « Υπάρχει όμως και κάτι, πού δεν θα το βρίσκατε μόνοι σας, όσο κι' αν μελετούσατε τον εαυτό σας. Κι’ αυτό είναι, ότι έκτος απ' τούς φυσικούς γονείς σας έχετε και πνευματικούς και ότι πνευματικός πατέρας όλων σας είμαι εγώ. Ἡ πνευματική δε μητέρα σας, ξέρετε ποια είναι ; ... Είναι η Μαρία. » 249 Το τέλος της ομιλίας του μυστηριώδους ανθρώπου, ήταν τόσο ανέλπιστο και παράξενο για τούς τέσσερις νέους, ώστε παρ’ όλη την ἑκτίμησι, πού του είχαν εγύρισαν και τον κύτταξαν μ’ ένα τέτοιο τρόπο, σαν να ήθελαν να βεβαιωθούν, αν είχε ακόμα το λογικό του. 250 – « θα προσπαθήσω », είπεν ο γέρος με τη συνειθισμένη του ηρεμία, "να σας βγάλω απ’ την αμφιβολία, πού σας γέννησεν η αποκάλυψής μου, θα ήθελα όμως προηγουμένως να μου γράφατε, τώρα πού έδωσα κατέυθυνσι στις σκέψεις σας, ποιος είναι ο σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου, πάνω στη Γη." 251 Με την τελευταία λέξι σηκώθηκε αμέσως κι’ άνοιξε ένα συνεχόμενο δωμάτιο. - «"Περάστε ». 252 Οι τέσσερις επισκέπτες εμπήκαν μέσα, χωρίς να πούνε τίποτε. 253 - «"Εδώ, όπως βλέπετε », είπε πάλι ο οικοδεσπότης, "υπάρχουν όλα τα χρειαζούμεν. Καθήστε χωριστά, σκεψθῆτε μόνοι σας και γράφετε ότι νομίσετε καλό ». 254 Και βγήκε κλείνοντας την πόρτα. Σελίδα 32 ---------------------------- 255 Όταν έμειναν μόνον οι νέοι, αλληλοκοιτάχθηκαν σαστισμένα κι’ ύστερα έρριξαν μια ματιά γύρω τους το δωμάτιο ήταν μικρό και μάλλον στρογγυλό κι’ είχε στο βάθος άλλη μια πόρτα. Ἡ επίπλωσίς του ήταν απλή, άλλα κομψή και όλα εκεί μέσα είχαν το χρώμα τ’ ουρανού. Χωρίς να βγάλουν μιλιά, πήραν θέσεις και για κάμποσα λεπτά έμειναν όλοι σκεπτικοί. Πρώτος απ’ όλους άρχισε να γράψε με πολλά διαλείμματα ο Δημήτρης. Οι άλλοι δεν μπορούσαν ακόμα να συγκεντρωθούνε. Σιγά-σιγά ο ένας μετά τον άλλον επίεζε τον εαυτό του να χαράξη κάτι στο χαρτί, αλλ’ αυτά πού έγραφαν δεν ικανοποιούσαν ούτε και τούς ίδιους. Έτσι τουλάχιστον φαινόταν. Όποιος τελείωνε έμεν στη θέσι του, με στενοχωρημένο ύφος, ενώ έξω απ’ το δωμάτιο ακουγόταν πότε-πότε η περπατησιά του γέρου. Μεγάλη εντύπωση έκαμε σ᾽ όλους, ότι μόλις άφησε την πέννα και ο τέταρτος, άνοιξε η πόρτα και παρουσιάστηκε μπροστά τους ο μυστηριώδης τύπος. Ήταν πιο σοβαρός από πριν. 256 - « θεωρώ περιττό να κυττάξω τα γραπτά σας, γιατί ξέρω καλά ότι δεν γράφατε τίποτε το αξιόλογο. Εν τούτοις σας άφησα να κάμετε αυτό τον κόπο, για να καταλάβετε εσείς οι ίδιοι, σέ ποιο σημείο βρισκόυσαστε στην αρχή της διδασκαλίας μου. Όπως βλέπετε δεν είναι οι γνώσεις σας, πού μ’ έκαμαν να διαλέξω εσάς αντί άλλων. Συνεργάτας του σκοπού μου, θέλησε να σας κάμη η Ειμαρμένη. Αλλ' ας πάρουμε ένα τονωτικό πριν προχωρήσουμε ». 257 Κι’ επρόσφερε στον καθένα ένα πολύ νόστιμο λικέρ. Ύστερα κάθησε ανάμεσά τους κι' άρχισε ν' άφηνηται ήρεμα. 258 - Στο βάθος των αιώνων, στο άγνωστο του χρόνου, υπήρχε ένα και μόνο βασίλειο, πού θα μπορούσε κανείς να το χαρακτιρίση ως υπολοίπως ευτυχισμένο. Γιατί όλα ανεξαιρέτως τα όντα πού ζούσαν σ᾽ αυτό, περνούσαν τόσο αρμονικά μαζί με το Βασιλιά τους, τον ωραίο Μοναχογιό του κι’ αναμεταξύ τους, ώστε είναι αδύνατο και στο πιο ευφάνταστο ανθρώπινο πνεύμα να οραματισθεί την ευτυχία τους. Κάποτε οι δυο Άρχοντες του Βασιλείου αποφάσισαν να τεκνοποιήσουν, με την πνευματική - - - τους δύναμι. Σελίδα 33 ---------------------------- τους δύναμι. Και γεννήθηκαν δυο νέες υπάρξεις. Ο Δώρου απ’ τον Πατέρα και η Δώρα απ’ το Γιο. Ο πρώτος έγινε ένας ωραίος, υψηλός και δυνατός άντρας, με κύριο χαρακτηριστικό τη Σοφία. Αλλά και η Δώρα δεν υστέρησε σέ χαρίσματα. Επλάστηκε ονειρωδώς ωραία και με προορισμό να προσωποποίηση και ενσαρκώση την Αγάπη. Ὁ Βασιλιάς ἐθεώρησε καλό να ένωση τα δυο προνομιούχα αυτά πλάσματα με τούς δεσμούς του Ὑμεναίου. Και διεκήρυξε την απόφασι του. Έτσι, όταν έφθασε η ωρισμένη μέρα, όλο το Βασίλειο, πανηγύρισε χαρμόσυνα το γεγονός. Θέλετε να ιδητε κι’ εσείς αυτή την εορτή ; ΄Να κυττάξετε, εκεί ψηλά. 259 Κι’ έδειξε με το δεξί του χέρι τον τοίχο. Σ᾽ εκείνο το μέρος ακριβώς παρουσιάστηκε μια μαγευτική εικόνα. Ο μεγαλοπρεπής και επιβλητικός Βασιλιάς χαμογελούσε από ικανοποίηση για την αρμονική ενωσι πού δημιούργησε, καθώς και για την αγαλλίασι πού αισθανόταν όλοι οι επήκοοι του. Στο πλάι του, ακτινοβολούσε επίσης από χαρά και ο Γιός του. Λίγο πιο πέρα διακρινόταν, άνάμεσά σέ σύννεφα, το χαριτωμένο σύμπλεγμα του σφιχταγκαλιασμένου ζευγαριού, ενώ μπροστά τους έπαιζαν αυλητρίδες κι’ εχόρευαν αιθέρια μερικές πεντάμορφες νύμφες... 260 Ο ομιλητής εξηκολούθησε την παραβολική ιστορία του. 261 Ο Βασιλιάς διέταξε κατόπιν το Δώρο και την Δώρα να γυρίσουν όλο το Βασίλειο και ν᾿ απολαύσουν τ᾿ αγαθά της ενώσεώς των. Πέρασαν αιώνες από τότε. Ο Δώρος ένοιωσε την ανάγκη να τεκνοποίηση κι’ αυτός. Και μια μέρα, πού είχε στην αγκαλιά του τη Δώρα, γέννησε από το δεξί μέρος του στήθους, ένα παιδί, το Νοῦ. Παρατηρήστε κι αυτή την εικόνα. 262 Έστρεφαν όλοι και είδαν με ζωηρό ενδιαφέρον να χάνεται η πρώτη σκηνή και να παίρνη τη θέσι της η γέννησι του ζεύγους. Κατόπιν ήρθε να συμπληρώση την ευτυχία του Δώρου και της Δώρας ο Νοῦς, ένα παχουλό και ωραίο βρέφος, πού το κρατούσαν με καμάρι πάνω στα γόνατά τους. 263 Πέρασαν πάλι αιώνες, εσυνέχισεν ο γέρος. Οι σχέσεις του ζευγαριού μας, - - - Σελίδα 34 ---------------------------- από πνευματικές πού ήσαν, άρχισαν να γίνονται ολοένα περισσότερο αισθησιακές. Έτσι κάποτε η Δώρα συνέλαβε με το Δώρο και γέννησε ένα άλλο παιδί, το Βούλο. Οι γονείς δοκίμασαν πάλι την ίδια χαρά και καμάρωναν ευτυχισμένοι τα παιδιά τους. Εν το μεταξύ η Δώρα περίμενε με λαχτάρα κι’ άλλη γέννα. Και σέ λίγο διάστημα γέννησε, όπως θα ιδήτε, το Ῥώμο. 265 Οι τέσσερις νέου περιεργάσθηκαν με το ίδιο πάντα ενδιαφέρον το Δώρο και τη Δώρα πού ασχολούνταν με τη νέα γέννα, η όποια τούς εχάρισε ένα τετράπαχο βρέφος. Αυτό το παιδί ήταν εξαιρετικό. Με την πρώτη του εμφάνιση έδειξε ότι είναι πολύ δυνατό και όταν πρωτοσῄκωσεν ο Δώρος λαμποκοπούσε. 266 - « Κατόπιν ακολούθησαν, αγαπητοί μου κι’ άλλες γεννήσεις. Έτσι ήρθαν στη ζωή ο Φρόνιμος και μετά ο Λόγος. Ο τελευταίος αυτός γεννήθηκε απ’ το Δώρο μόνο, σαν τον πρωτογιό, τον Νού. Ύστερα πήραν σειρά ο Αριθμητής και ο Μιμητής. Αυτός είναι ο έβδομος και τελευταίος γυιός του Δώρου και της Δώρας. Και όπως θα ἰδῆτε στην τελευταία εικόνα, τόσο η γέννησί του όσο και ο ίδιος απετέλεσαν εξαιρέσεις ». 267 Και πράγματι. Αύτη τη φορά η Δώρα πονούσε, ίδρωνε και υπέφερε πολύ, πράγμα πού στενοχωρούσε το Δώρο. Γι’ αυτό και προσπαθούσε να την ανακούφιση λίγο, με κάθε δυνατό μέσον. Με τα πολλά βάσανα βγήκε επί τέλος ένα άσχημο και φωσφορώδες όν. Αν τούτοις ο πατέρας τούτο κύτταζε και το περιποιόταν με την ίδια στοργή, πού αισθανόταν και για τα άλλα του παιδιά. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στο βάθος τής εικόνας ένα μικρό άστρο, ανάμεσα σέ σύννεφα. 268 – « Να, και το άστρο του ». Έίπεν ο γέρος. Και σέ λίγο, όταν εξαφανίστηκε η εικόνα εξακολούθησε. 269 - Ὁ Βασιλιάς παρακολουθούσε μ’ ευχαρίστησί τούς γιούς του Δώρου και της Δώρας. Και κάποτε τούς έδωσε το δικαίωμα να εξουσιάζουν του ?? υπηκόους - - - Σελίδα 35 ---------------------------- τού Βασιλείου του. Πέρασαν αιώνες από τότε και οι επτά αδελφοί εξακολουθούσαν να κυβερνούν με απόλυτη αρμονία. Έτσι απόλυτη ήταν και η ευτυχία όλων των υπηκόων. Μία μέρα ο κακοφτιαγμένος Μιμητής βρέθηκε στην άκρη του Βασιλείου. Από κει παρετήρησε με περιέργεια ότι στο βάθος άρχιζαν τα όρια μίας άλλης εκτάσεως. Το πράγμα τον έβαλε σέ σκέψεις, πού για πρώτη φορά περνούσαν απ’ το νου του. Απ’ το ένα μέρος τον ενθουσίαζε η ιδέα, πού γεννήθηκε μέσα του. Από το άλλο όμως το κυρίευε φόβος μπροστά στο τόλμημα πού έπρεπε να κάμη. Ἡ πάλη αυτή βάσταξε πολύ διάστημα. Τέλος, νίκησε ο ενθουσιασμός του και πήρε τη μεγάλη απόφαση να πραγματοποίηση το μεγαλεπιβουλο σχέδιο του. Κι’ όταν συναντήθηκε με τούς αδελφούς του τα καταφέραμε την επιχειρηματολογία του να συμφωνήσουν όλοι μαζί του, ότι αντί να είναι απλοί κυβερνήτες, πολύ καλύτερα γι’ αυτούς θα ήταν αν δημιουργούσαν δικό τους βασίλειο στην άλλη χώρα, όπου να είναι απόλυτοι άρχοντες. Έτσι μια μέρα οι επτά Γίγαντες πήραν μαζί τους όλους τούς υφισταμένους των και πήγαν να καταλάβουν το άλλο μέρος. Ο Βασιλιάς όπως ήταν επόμενο δυσαρεστήθηκε με την ανάρμοστη διαγωγή των επτά αδελφών και διέταξε να κλεισθούν οι πύλες του Βασιλείου, για να ξαναβρή τη χαρακτηριστική αρμονία του. Επειδή δε η Δώρα έκλαιγε διαρκώς για το πραξικόπημα των παιδιών της και για τίς ανεπιθύμητες συνέπειές του, την κοίμησε κι’ έβαλε το Δώρο να τη φυλάγη. Εν τω μεταξύ στο νέο έδαφος άρχισε μια τρομερή πάλη μεταξύ των στοιχείων της φύσεως και των αποστατών, οι οποίοι αργότερα πιάστηκαν και αναμεταξύ των. Οι Τιτάνες και οι Γίγαντες πολεμούσαν με λύσσα αιώνες. Και το αποτέλεσμα ήταν να νικηθούν οι αποστάτες και ν᾿ φανισθούν το και τα ίχνη των ακόμα μέσα στην Ύλη, στην όποιαν έπεσαν με τη θέλησι των. Πέρασαν πάλι αιώνες επί αιώνων. Ἡ Ύλη σιγά-σιγά άλλαξε με την εξέλιξι και την εξυγίανσι. Και κάποτε παρουσιάστηκαν στην επιφάνεια της οι απόγονοι των Γιγάντων, οι οποιοι αντιθέτως ήσαν μικρόσωμοι και αδύνατοι. Εν τούτοις από μιάς αρχής αντελήφθησαν - - - Σελίδα 36 ---------------------------- ότι δεν ήσαν κοινά όντα. Με τον καιρό θυμήθηκαν την ανώτερη καταγωγή τους και από τότε άρχισαν να καταβάλλουν προσπάθειες για να ελευθερωθούν απ’ τα δεσμά της περιορισμένης Ύλης, οπότε θα εξασφάλιζαν μια αιώνια κι’ ευτυχισμένη ζωή μέσα στο απέραντο Βασίλειο, όπου γεννήθηκαν οι γεννήτορές των. Στη μακροθυμία του ο Βασιλιάς είπε μια μέρα στο Δώρο να ξυπνήση τη γυναίκα του, για να πάη κοντά στα παιδιά τους. Ἡ Δώρα ευχαριστήθηκε πολύ απ’ αυτή την απόφασι και πιάνοντας μαζί της ένα στράτευμα από υπηκόους του Βασιλιά κατέβηκε στον Υλικό Κόσμο να βοηθήση τα παραστρατησμένα παιδιά της με τίς συμβουλές της και να τα εγκαρδίωση με τα παρηγορητικά της λόγια. Πέρασαν κι’ άλλοι αιώνες. Ο Δώρος αισθάνθηκε την ανάγκη να ξαναβρεθή με τη γυναίκα του και τα παιδιά τους και παρακάλεσε το Βασιλιά, ο οποίος του έδωσε αμέσως την άδεια. Εκεί πού κατέβαινεν ο Δώρος είδε από μακρυά τη Δώρα να κοιμάται κάτω από ένα δένδρο κι᾿ έτρεξε με λαχτάρα κοντά της. Λίγο δε πριν συναντηθούνε βγήκε μέσ’ απ’ τον καθένα τους μια φλόγα, πού ενώθηκε με την άλλη. Για να μη σας κουράσω περισσότερο, αγαπητοί μου φίλοι, δεν θα σας περιγράφω τη συγκίνησι και τη χαρά, πού ένοιωσε το ζεύγος. Θα περιορισθώ μόνο να σας πω ότι η ένωσις των Γεννητόρων αναζωογόνησε και τα παιδιά τους και τώρα όλοι μαζί προσπαθούσαν να ευχαριστήσουν το Βασιλιά και να προπαρασκευάσουν το έδαφος, για να τούς στείλη το Γιό του. 270 Ἡ αφήγησις του γέρου ετελείωσε. Εν τούτοις οι τέσσερις νέοι εξακολουθούσαν να είναι καρφωμένοι στις θέσεις των και σιωπηλοί. Για να τούς βγάλη απ’ αυτή την παθητικότητα, τούς είπε. 271 – « Σκεφθήτε αυτά πού ακούσατε και προσπαθήστε να καταλάβετε γιατί σας είπα ότι πνευματικός πατέρας σας είμ᾽ εγώ και μητέρα σας η Μαρία. Τώρα, ελάτε να συμπληρώσουμε το δείπνο μας ». 272 Και σηκώθηκε πρώτος. Ο Δημήτρης εξέφρασε την επιθυμία να καθιση στο τραπέζι και η πνευματική τους μητέρα. Η ιδέα του άρεσε και - - - Σελίδα 37 ---------------------------- στους άλλους και ο οικοδεσπότης προθυμοποιήθηκε να τούς ευχαρίστηση. Ὁ γέρος δεν είχε πάλι πολλά λόγια. Αλλά και οι τέσσερις νέοι ἠσαν λιγομίλητοι. Κρυφοκυττάζοντας το περίεργο ζεύγος του τραπεζιού θυμόταν διάφορες λεπτομέρειες απ’ την ιστορία πού άκουσαν. 273 Οι επισκέπτες δεν έμειναν πολύ μετά το δείπνο. Όταν καθένας τους βρέθηκε μόνος, άρχισε να νοιώθη διαφορετικό το εαυτό του. Μέσα του εύρισκε νέες δυνάμεις, οι οποίες όμως δεν του ήταν και άγνωστες. Τού φαινόταν ότι τίς είχε κάποτε κι’ έκανε τη σκέψι ότι τίς άφησε αχρησιμοποίητες. Όταν αντιλαμβανόταν τίς δυνάμεις αυτές, πού του έδιναν νέα ζωή, θυμόταν με συγκίνησι τη βραδυά της μυσταγωγίας. - - - - - - - - - - - 274 Μετά δυο μέρες οι τέσσερις νέοι εδείκνησαν πάλι μαζί με το γέρο και τη Μαρία. Αυτή τη βραδυά ο οικοδεσπότης ήταν διαχυτικός. Σέ μια στιγμή μάλιστα τούς υποσχέθηκε ότι θα τούς έδειχνε κι ένα άλλο δωμάτιο, πού το έβλεπαν κλειστό πάντα. 275 Το δείπνο δεν είχε ακόμα τελειώση, όταν ακούσθηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Οι φιλοξενούμενοι ανησύχησαν μήπως κανένας επισκέπτης τούς στερούσε την απόλαυσι νέων αποκαλύψεων. Απ΄ εναντίας ο μυστηριώδης γέρος χαμογέλασε. 276 – « Πήγαινε, Δημήτρη, ν᾿ άνοιξης στο φίλο μας ». Και στρέφοντας δεξιά πήρε από ένα συρτάρι ο’ τι χρειαζόταν για να φάη ένας άνθρωπος. Οι τρείς νέοι περίμεναν με περιέργεια και ανυπομονησία να ιδούνε το νέο επισκέπτη. 277 – « Γειά σου Δημήτρη ». - « Καλώς το Νικόλα ». - « Πως βρίσκεσε εδώ » ; ρώτησεν ο νεοφερμένος. - « Εσύ, τί ζητάς, εδώ πέρα » ; ρώτησε με τη σειρά του και ο Δημήτρης. - « Έπρεπε ναρθώ αυτή την ώρα ». - « Πέρασε λοιπόν μέσα », είπεν ο Δημήτρης κλείνοντας την πόρτα. Σελίδα 38 ---------------------------- 278 - « Είναι κι' άλλοι μέσα ; ρώτησε φοβισμένα ο Νικόλας. «Γιατί η περιβολή μου ……» 279 Πραγματικώς είχε μαύρα χάλια ο καημένος. Ούτε καπέλλο φορούσε αλλ' ούτε και παπούτσια ... Το πουκάμισο του ήταν παληό και το παντελόνι βρισκόταν σέ χειρότερη ακόμα κατάστασι κι έδειχνε ότι δεν ήταν δικό του. 280 - « Δεν πειράζει », είπε με συμπάθεια ο Δημήτρης. « Είμαστε εμείς κι' εμείς. Έλα και σέ περιμένει ». Και τον πήρε απ’ το χέρι. - « Καλή σπέρα σας. Και να με συγχωρήτε, πού ήρθα έτσι ........ » - « Μείνε ήσυχος αγαπητέ Νικόλα », είπεν ο γέρος, « και ξεύρουμε ποιος είσαι. Έπειτα δεν βρίσκεσαι σέ ξένο περιβάλλον. Έλα, κάθισε να φας ». 281 Οι τρεις νέοι έμεινα, για μια στιγμής, εκστατικοί μπροστά σ᾽ αύτη την αξιοθρήνητη κατάστασι του νεοφερμένου. Τα λόγια όμως του μυστηριώδους ανθρωπου άρκεσαν για να μετατρέψουν την έκπληξι σε συμπάθεια. Έτσι, ο Νικόλας έτρωγε ολοένα με περισσότερο θάρρος. 282 Εν τω μεταξύ ξαναχτύπησεν η πόρτα και ο Δημήτρης σηκώθηκε αμέσως ν᾿ άνοιξή. Ο γέρος χαμογέλασε πάλι εκφραστικά και γυρίζοντας, αριστερά αυτή τη φορά, επήρε ένα πιάτο και τα άλλα χρειαζούμενα. Ξάφνισμά μπήκε ορμητικά μέσα στο δωμάτιο ένας άλλος παράξενος τύπος. Χαιρέτησε με το χέρι όλους, σαν να του ήταν γνωστοί και κατόπιν κάθισε κοντά στον οικοδεσπότη, με τον οποίον άρχισε να συνδιαλέγεται αγγλικά. Ο νέος επισκέπτης ήταν ένας ξανθός και φηλός Άγγλος με μουστάκι και κανονικά χαρακτηριστικά. Ήταν γελαστός, διαχυτικός και αρκετά χαριτωμένος. Και το βλέμμα του δεν παραξενευόταν για τίποτε. Φορούσε κοστούμι ταξιδιού, υποδήματα και κούκο. Και κρατούσε ένα σάκκο, πού είχε μέσα τα εσώρουχά του και ο, τι άλλο του χρειαζόταν. 283 – « Δεν έμεινες καθόλου στο ξενοδοχείο » ; ρώτησεν ο οικοδεσπότης. 284 – « Όταν έμαθα ότι έπρεπε να σας ζητήσω εδώ, δεν έχασα ούτε λεπτό, σεβαστέ μου Διδάσκαλε ». Σελίδα 39 ---------------------------- 285 – « Έρχεσθε από την Αγγλίας » ; ρώτησεν ο Κωνσταντίνος. 286 – « Μια στιγμή, φίλε μου, να κανονίσω αυτό το λίγο πού μού μένει », είπεν ο Άγγλος δείχνοντας το πιάτο του, - « και θα σας πω ότι θέλετε ». 287 Και ξέσπασε πρώτος αυτός σέ γελοία, για τον τρόπο του. Γέλασαν και οι άλλοι με την καρδιά τους. 288 - « Οι εξηγήσεις σου, αγαπητέ μου Τζίμη », είπεν ο γέρος, «θα μείνουν για άλλη φορά. Απόψε έχουμε να κάνουμε μάτι άλλο ». 289 Ο Άγγλος έχοντας γεμάτο το στόμα δε μπόρεσε να μιλήση. Γι’ αυτό σήκωσε εκφραστικά τούς ώμους και τα χέρια, σαν να ήθελε να πη στους άλλους: Τί να σας κάμω ; Δε φταίω εγώ". 290 Γέλασαν πάλι όλοι. Οι κινήσεις και οι μορφασμοί του Άγγλου, τα λόγια και τα γελοία του είχαν μια παιδική αφέλεια, πού έδειχνε αθωότητα. Στον ενθουσιασμό τους απάνω, για το διασκεδαστικό τύπο, ξέχασαν για μια στιγμή την προειδοποίηση του οικοδεσπότη ότι η συγκέντρωσις τους είχε κάποιο σκοπό. 291 – »Ες περάσουμε τώρα στη γαλάζια αίθουσα », είπεν ο μυστηριώδης άνθρωπος, όταν είδε ότι απέφαγεν ο Άγγλος. 292 Όλοι σηκώθηκαν σαν ηλεκτρισμένοι και πρώτος απ’ όλους στρογγυλοκάθισε στο άλλο δωμάτιο ο Άγγλος, περιμένοντας με απάθεια να κάνουν το ίδιο και οι άλλοι. 293 - « Ας πάρουμε ένα λικέρ, πριν αρχίσουμε. Φέρ’ το σέ παρακαλώ Δημήτρη. Είναι στο απάνω συρτάρι, δεξιά. Ξέρεις εσύ » ..... 294 Ώσπου να πιούν τη μέντα, πού τούς σερβίρισε η Μαρία, αντήλλαξαν μερικά πρόχειρα λόγια. Ο γέρος σηκώθηκε. 295 – « Έλα μαζί μου, Μαρία. Οι γιοί σου θαρθούν σέ λίγο ». 296 Ἡ γυναίκα τον ακολούθησε μηχανικά. Έτσι μηχανικά άλλωστε μιλούσε κι᾿ ενεργούσε από τότε πού βρέθηκε κοντά στο μυστηριώδη άγνωστο. Το σπίτι του της φαινόταν παράξενο και οι κουβέντες του με τούς συντρόφους του της γεννούσαν πολλές απορίες, τίς οποίες όμως δεν - - - Σελίδα 40 ---------------------------- απεφάσιζε από συστολή να τίς εκστόμιση. Ένα πράγμα μόνο δεν μπορούσε να συγκράτηση: Το χαμόγελο πού της ερχόταν όταν άκουγε τούς φίλους του σπιτιού, πού είχαν την ίδια ἤ και μεγαλύτερη ηλικία, να τη λένε εξακολουθητικά "μητέρα". 297 Ὁ γέρος και η Μαρία εμπήκαν στην άλλη αίθουσα. Αυτή ήταν η πιο παράδοξη απ’ όλες. Είχε επτά γωνίες, στις οποίες ήταν χαραγμένα τα ονόματα των ζωδιακών. Ἡ οροφή παρουσίαζε ένα μέρος του ουρανού με μερικά άστρα και βάσταζε ένα μεγάλο ηλεκτρικό γκλόμπο. Στο ανατολικό μέρος η αίθουσα στρογύλευε, όπως το ιερό της εκκλησίας. Εκεί δε, ήταν τοποθετημένες δυο πλούσιες πολυθρόνες, σαν θρόνοι. Μπροστά τους και λίγο πλάγια υπήρχαν δυο μεγάλες λαμπάδες, στηριγμένες σέ μεγαλοπρεπή κηροπήγια. Πάνω απ’ τούς θρόνους και κοντά στην οροφή ήταν ζωγραφισμένος στον τοίχο ένας δικέφαλος αετός με ορθάνοιχτες τίς φτερούγες. Κάτω απ’ τα πόδια του εδιάβαζε κανείς τα δυο αρχικά γράμματα του Χριστού «Χ Ρ». Τέλος απέναντι απ’ τούς θρόνους ήταν αραδιασμένα επτά καθίσματα, σέ σχήμα ημικυκλίου. 298 Ο μυστηριώδης άνθρωπος έκλεισε την πόρτα του δωματίου κι είπε στη Μαρία να καθίσή στον αριστερό θρόνο. Αυτός δε στάθηκε σέ μικρή απόστασι, απέναντι της ακριβώς. Εσταύρωσε τα χέρια πάνω στο στήθος του και την κύτταξε επίμονα μεσ’ τα μάτια. στο βλέμμα του αυτό, η Μαρία ένοιωσε μια αλλόκοτη, μια συγκλονιστική εντύπωσι και σιγά-σιγά άρχισε να χάνη τίς αισθήσεις. Τότε εκείνος φώναξε δυνατά κι’ επιβλητικά. 299 - « Δώρα ». 300 Η γυναίκα βρέθηκε για μια στιγμή σέ μια στενόχωρη θέσι. Κι᾿ ενώ τον έβλεπε εκστατικά και λίγο φοβισμένα, παρατήρησε ότι η μορφή του άρχισε να περιβάλλεται μ’ ένα φωσφορώδες χρώμα και ν’ αλλάζη όψι. 301 – « Δώρα », ξαναφώναξεν ο μυστηριώδης άγνωστος με το ίδιο επιβλητικό ύφος. 302 Ἡ Μαρία δεν ήταν πιά εις θέσιν να συγκρατηθή. Το κεφάλι της - - - Σελίδα 41 ---------------------------- έκλινε από τα πίσω και τα μάτια της έκλεισαν. Και σέ λίγο άρχισε να παρακολουθή νοηρά τίς προηγούμενες μορφές του προστάτη της καθώς και τίς δικές της. Τώρα η έκφρασής του προσώπου της, μαζί με το χαμόγελό της φανέρωναν την αγαλλίασί της ψυχής της. Ἡ αλλαγή των μορφών του συντρόφου της σταμάτησεν σέ κείνην πού είχεν ο Δώρος προ δύο ήμερών στη γαλάζια αίθουσα. Αλλά και η ίδια κατέληξε, ύστερα από διάφορες αλλαγές, στη μορφή της Δώρας. Εν τω μεταξύ άλλαξε και η πνευματική της λειτουργία κι’ ένας νέος οργασμός δονούσε τώρα το είναι της. 303 – « Mε γνωρίζεις Δώρα » ; Τα χείλη της γυναίκας κινήθηκαν για μια στιγμή, άλλα τα λόγιά σταμάτησαν, για ν᾿ απάντηση εκφραστικώτερα η ακτινοβολία της ευτυχίας της. 304 Ὁ Δώρος άρχισε πάλι να μεταμορφώνεται αντίστροφα, ώσπου έφθασε στη συνηθισμένη μορφή του γηραλέου με το υπογένειο. Τότε πέρασε στη γαλάζια αίθουσα, όπου τον περίμεναν με ανυπομονησία οι έξη νέοι. 305 - « Γουθήτε, αγαπητοί μου », τούς είπε. Κι’ αμέσως βγήκε απ’ το δωμάτιο. Όλοι έμειναν έκπληκτοι και αλληλοκυτταζόντουσαν, γιατί εύρισκαν παράξενη και ακατανόητη την προσταγή, πού τούς έδωσε. Πρώτος απ’ όλους άρχισε να γδύνεται ο Τζίμη χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Όταν έμεινε με τα εσώρουχα, κύτταξε εκφραστικά τούς άλλους, σαν να τούς ρωτούσε: ‘Να τα βγάλω κι αυτά ;‘ Αυτοί όμως δεν ήξευραν τί να του απαντήσουν και ο ένας μετά τον άλλον άρχισαν να βγάζουν με το ζόρι ένα- ένα ρούχο. Εν τω μεταξύ ξαναπαρουσιάστηκε ο παράξενος τύπος. Φορούσε ένα κάτασπρο χιτώνα με χρυσή ζώνη. Στα χέρια του δε, βαστούσε άσπρους χιτώνες για όλους, με γαλάζιες ζώνες. 306 - « Μ' αυτά μόνο θα μείνετε. Τίποτ’ άλλο », είπε μοιράζοντάς τα. «Συ δε Δημήτρη πετάξου, μια στιγμή, να δης αν η μητέρα σας είναι καλά ». 307 Ο Δημήτρης ξαναφόρεσε το σακκάκι πού είχε βγάλει και μπήκε - - - Σελίδα 42 ---------------------------- Σελίδα 43 ---------------------------- Σελίδα 44 ---------------------------- Σελίδα 45 ---------------------------- Σελίδα 46 ---------------------------- Σελίδα 47 ---------------------------- Σελίδα 48 ---------------------------- Σελίδα 49 ---------------------------- Σελίδα 5 ---------------------------- συνεχίζεται ...